Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Από το θεατρικό έργο του Στάθη Κομνηνού : "ΝΥΧΤΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ" τεσσάρων συνδυαστικών μονολόγων


ΜΑΡΙΑ

(Βρίσκεται στο χώρο του κήπου, όπου τη βλέπουμε να φορά ένα φαρδύ λινό άσπρο παντελόνι κι ένα λευκό πουκάμισο, δεμένο στη μέση, με τα μανίκια γυρισμένα. Εχει πιασμένα τα μαλλιά της. Στον κήπο υπάρχει ένα ποτιστήρι. Οι κινήσεις της είναι ήρεμες, κάπως αργές, με μια αριστοκρατικότητα. Τη βλέπουμε να ποτίζει και να περιποιείται τα λουλούδια. Σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη ρεαλιστική ενέργεια των ηρώων του έργου, από το ποτιστήρι δεν βλέπουμε να πέφτει νερό. Ακούγεται για λίγο η μουσική του τέλους του μονολόγου του Πέτρου κι ύστερα παιδική μουσική, με απότομες παρεμβολές ηχητικής έντασης από συμφωνική μουσική)

( Παύση. Μέσα σε σιωπή ποτίζει τα λουλούδια, με μια τρυφερή διάθεση, που να δηλώνει όμως στιβαρότητα, και μια παράλληλη «λήθη» του τραύματος. Υστερα λέει )
Καλημέρα στα παιδιά μου, Καλημέρα στα μικρούλια μου….
Αδερφάκια της χαράς μου, Αδερφάκια της μοναξιάς μου,
Χαδάκια της θλίψης μου... Καλημέρα.
Δροσιά ερωτοτροπεί το στοματάκι σας’
(Σε στοχαστική ανάμνηση) Ποιος ξέρει, νά’ ναι η γλυκόπικρη εκείνη της τελευταίας μέρας ;
Γεύση φωτιάς και νερού στα χείλη’ για πάντα (τονισμένο).
Αχ, καρδούλες μου, συνήθειο το’ χει ο ήλιος καθώς φαίνεται να καίει και να φωτίζει….
Και η σκιά’ συνήθειο καθώς φαίνεται το’ χει να δροσίζει και να παγώνει (η τελευταία λέξη με οδύνη ).
΄Ετσι κι εκείνος.
Με κοίταξε βαθιά στα μάτια
- ο μήνας Αύγουστος, όταν πλέκεται αραχνοϋφαντη στο σώμα μας η θλίψη κι ύστερα εξοντώνεται, απ΄ την απόλυτη υπόσχεση του
φεγγαριού –
σφράγισε με τα χείλη του τα δικά μου
- ακούς εσύ μικρό τριανταφυλλάκι ; Νιώθεις ; -
για να βραχεί ο χωρισμός, να δροσιστεί η Σαχάρα του’ κι ύστερα, καίγοντας την ζωή μου σαν ήλιος Ιουλίου – τι ειρωνεία ! -, πρόφερε το σ’ αγαπώ, σ’ αγάπησα (με οδύνη πού προδίδει ταυτόχρονα ελαφρύ σαρκασμό) ,
Αντίο.
[Η Πανδώρα στρέφεται έντρομη προς το μέρος της ]

Ε, γαρδενάκι εσύ της μέθης, ακούς ; Ακούς ; Έφυγε για πάντα (τονισμένο).
Γιασεμάκι εσύ της πρόσκλησης ; Γιασεμάκι της γητειάς …
Τον γνώρισα σ’ ένα γραφείο. Στα πρώτα χρόνια του εκδοτικού οίκου. Τότε, που η διεύθυνσή του ήταν μια πίστη (τονισμένο) σ’ ένα όνειρο, όνειρο με δόντια τίγρης όπως πάντα, που μ’ απαιτούσε ολόκληρη. Και να, τη μέρα εκείνη, ξεστράτισε στην πόρτα μου ένα δεύτερο όνειρο !
(Με αυτοσαρκασμό) Καθώς φαίνεται, ο πληθωρισμός στα όνειρα είναι το πρώτο βέβαιο σημάδι του αποδεκατισμού τους.

[Ο Πέτρος καγχάζει με ύφος νικητή ]

Μπήκε στο γραφείο με μια διστακτικότητα, σχεδόν συστολή. Όμως στο βάθος το’βλεπα, ήταν φανερό, ολότελα περήφανος, σχεδόν ακατάδεχτος, με μια έπαρση για κάτι ιδιαίτερο που τον ξεχώριζε και μιαν αδιαφορία για οποιαδήποτε έκβαση…
Η πρώτη του ποιητική συλλογή…
Τα μάτια του τά ’λεγαν όλα.
Κατάλαβα αμέσως, πως τον ήξερα πριν γεννηθεί ακόμη ο χρόνος.
Τρελό, μα ολωσδιόλου φυσικό θαρρώ: συνάντησα την Μαρία, εμένα την ίδια, στο πρόσωπό του.
Ανέτειλε η ομορφιά ή αυτό που σ’ άλλη γλώσσα θα λέγεται νομίζω δίχτυ (τονισμένο).

[Η Πανδώρα στρέφεται και πάλι κουνώντας με νόημα το κεφάλι]

Η ομορφιά …Φουσκωμένο πανί ιστιοφόρου… που καταποντίζεται.
Τ’ ακούς Λουϊζα της νοσταλγίας; Ακούς ;
Κι εγώ τώρα εδώ. Μόνη.
Σ’ αυτόν τον κήπο, στην ευφορία μιας Εδέμ πού… αγκαλιάζει την κόλαση.
Εγώ, ακριμάτιστη, αθώα, που ξέρω πια πώς ο Θεός με πρόδωσε, Αυτός αμάρτησε…
(Τραγικά με αυξανόμενη ένταση) Πότισε τα, άλλαξε το χώμα, κόψε τα κοτσάνια, λες και κάτι στο τέλος θα περισώσεις, λες κι ο μαρασμός τους, η προδοσία θ’ αποφευχθεί, λες και τούτη η γενναία αγάπη θα’ χει στο τέλος κάποιο αντίκρισμα…
Ίσως να καταντά βλακώδες τελικά. Μια βολική, κι απ’ την πολλή χρήση ξεθωριασμένη, πορνική (τονισμένο) συνήθεια.
Έτσι για να κερδίζουμε μια νάρκωση,
- τ΄ακούς τριανταφυλλάκι ; -,
να ζούμε μια θολή ηρεμία στιγμών παρηγοριάς, να ξεγελιόμαστε από την αυταπάτη της ομορφιάς…
Τώρα όμως, το’μαθα το παιχνίδι. Τώρα τους μοχλούς τους κινώ εγώ. Χα, χα ! (με κάποια σκληρότητα).
Τώρα είστε στην εξουσία μου. Τ’ ακούτε μικρά χαριτωμένα τέρατα; Υποχθόνιοι τύποι, γεμάτοι φως και ομορφιά…
Δανείζω το σώμα μου στα χάδια σας,
- καλά να πάθετε κυκλαμινάκια της στοργής – στα χάδια σας, που τα ρυθμίζω εγώ. Στην επιθυμητή δοσολογία.
Με κλέβει η ομορφιά σας, όσο εγώ της το επιτρέπω. Τα πάντα είναι αρμονικά. Με τη δική μου αρμονία.
Αποφασίζω πότε θα φύγω, πότε θα με καλημερίσετε, πότε θα σας χάσω, ναι, ναι, πότε θα σας χάσω.
Ακόμη κι η απώλεια δουλεύει για μένα. Ολόκληρο σενάριο.
Τ΄ ακούω καθαρά, - μη μου κρύβεσαι, σ΄ ακούω πασχαλίτσα
της χαράς - : «ξέρεις μανούλα, πρέπει να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι”.
Μα βέβαια, καρδούλα μου, βέβαια. Το ξέρω.
Για μένα το κάνεις. Θέλεις να σε δω του χρόνου, πιο ωραία, πιο δυνατή…
Παλιόπαιδα, τώρα πια δεν είστε ο κόσμος μου.
Εγώ είμαι ο κόσμος σας.
Ανοίγεις τα πεταλάκια σου’ μα βέβαια, αγκαλίτσα στη Μαρία.
Τα κλείνεις’ την αποκοιμίζεις τρυφερά.
Φυλλορροείς’ μα βέβαια, της φτιάχνεις φόρεμα, τη στολίζεις…

(Αφήνει το ποτιστήρι και τα κοιτάζει από μικρή απόσταση)
Ετσι είναι βλαστάρια της Αλήτισσας. Απαιτητικοί τύποι, όπως όλοι οι εραστές όταν τους πιστεύουμε.
Πήρατε το μερτικό σας για σήμερα…
(Υποχθόνια) Υπάρχουν όμως ερωμένες, που ξέφυγαν το δίχτυ της πίστης κι ελάχιστα συναλλάσονται με … απαιτήσεις.
(Φεύγει απ΄το χώρο του κήπου και μπαίνοντας ξεκουράζεται για λίγο στο γραφείο του Πέτρου, που πια είναι όμως δικό της γραφείο, όπως και όλο το σπίτι, περιεργαζόμενη τη λευκή λήκυθο και κοιτάζοντας τη φωτογραφία του αγαπημένου της).

[Ο Πέτρος, έχει μεταφερθεί στο χώρο του κήπου, όπου αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα την ανοικειότητά του, την έκπληξη (κάτι σαν ρωγμή στη λογική του) και τη συγκρατημένη, αφανέρωτη και στον ίδιο σχεδόν, αγωνία του. Κοιτά εχθρικά και περιφρονητικά τα λουλούδια, κάνοντας ταυτόχρονα κινήσεις λες και βρίσκεται σε φυλακή, απ΄ την οποία ζητά να δραπετεύσει. Οι κινήσεις αυτές, στους φανταστικούς τοίχους της φυλακής του, είναι στην αρχή νευρικές. Κάθε κίνηση καταλήγει σ’ ένα τρυφερό χάδι στους τοίχους, για να ξαναρχίσει και πάλι με την ίδια εναγώνια βιαιότητα απ’ την αρχή. Η μικρή Κόρη εμφανίζεται ξαφνικά και του φορά τελετουργικά ένα ψάθινο καπέλο κηπουρού, δίνοντάς του ταυτόχρονα και το ποτιστήρι. Εκείνος το κοιτά για μια στιγμή αμήχανος, έπειτα το πετά και κάνει μάταιες και απεγνωσμένες προσπάθειες να βγάλει το καπέλο. Ο γιος του Ανδρέας, παραμένει στο χώρο του γραφείου σαν να μην υπάρχει, καρφωμένος κι ασάλευτος στην πολυθρόνα. Η μικρή Κόρη παραμένει για λίγο, κοιτάζοντας τις απέλπιδες προσπάθειες του Πέτρου να βγάλει το καπέλο και εξαφανίζεται αμέσως μετά. Μετά από λίγο, ο Πέτρος συνηθίζει το καπέλο και κινείται στο χώρο μ’ αυτό. Θα το βγάλει μόνο στο τέλος του μονολόγου, όταν θα βγει από το χώρο του κήπου ].


(Χαϊδεύει τρυφερά και με συγκρατημένη οδύνη το γραφείο) Ησουν μάρτυρας, μικρό μου στήριγμα, ορφανεμένο μου. Απλωνε πάνω σου τα όνειρά μας κι εγώ περνώντας τα χέρια μου γύρω στο λαιμό του, καταλάβαινα γιατί είχα γεννηθεί… (Μικρή παύση)
Βιαζόταν να εκδώσει τη συλλογή του.
Του πρόβαλλα επίτηδες δυσκολίες κι αντιρρήσεις.
Ετσι θα΄ χα την ευκαιρία, σε αλλεπάλληλες συναντήσεις, να τον ψυχογραφήσω και να τον κατακτήσω.
Απέτυχα και στα δυο.
Μα το κατάλαβα πολύ αργότερα…
Πρόσκληση σε δείπνο.
Το πρώτο μας ραντεβού.
Θυμάμαι τα χέρια του στο ποτήρι.
Πρόδιδαν ευγένεια, αθωότητα και κίνδυνο…
Μέσα σ΄ απόλυτη ειλικρίνεια.
Τα χέρια του… Μνήμη που ταξιδεύει ακόμη…
Θα ταξιδεύει για πάντα’
και θα ριζώνει στο τώρα, στο κάθε τώρα,
για να το πονά, να το καταστρέφει, να το θανατώνει…
Μα και τι περίεργο, να το μεθά, να το δικαιώνει,
να το γεμίζει με φως.
Εζησα τότε’ κι αυτό είναι τόσο αρκετό, ώστε να ζω – και μες στην απουσία – και τώρα. Αγγιξα για μια φορά τη ζωή, έτσι που το ρεύμα της, ηλεκτροδοτεί ακόμη την αυτοεκτίμηση και την περηφάνια μου.
Το τότε, κι ας χάθηκε, δεν πνίγηκε στο τώρα.

(Σε τραγικό ξέσπασμα, γυροφέρνει μες στο γραφείο και σπάει με μανία τη λευκή λήκυθο) Όμως πώς τόλμησες ανόητη να πιστέψεις σε μια πραγματικότητα αμετάβλητη;
Πότε μας χαρίστηκε η ζωή χωρίς τραύμα;
Με ποια εξουσία εξοστράκισες απ΄ την ψυχή σου την άφιξη της προδοσίας;
Ησουν πάντα μια καλοβολεμένη ηλίθια. Μικρές δόσεις πραγματικότητας, για να τις αντέχεις και να νιώθεις «αληθινή», και πολλά, εκατομμύρια ψέματα, για να νανουρίζεις τον κίνδυνο, να ναρκώνεις το φόβο και να ζεις ασφαλής στις κατακτήσεις σου.
Η εκλεκτή. Στην αγκαλιά του. Ένα αιώνιο βασίλειο.

(Αποκαμωμένη από την ένταση, περνά στο υπνοδωμάτιο της Πανδώρας και πέφτει βαριά στο κρεβάτι.

[Η Πανδώρα περνά στο χώρο του Πέτρου, όπου τη βλέπουμε να κάνει κινήσεις σαν να κρυώνει από πολικό ψύχος, που αποδίδεται με φωτισμούς. Είναι τρομαγμένη κι έκπληκτη. Περιεργάζεται το χώρο και ύστερα κάνει τις ίδιες με τον Πέτρο, (όπως περιγράφηκαν παραπάνω), απεγνωσμένες κινήσεις να ξεφύγει, λες και βρίσκεται σε φυλακή. Αρπάζει ένα μαύρο μακρύ ρούχο (ράσο), το οποίο υπάρχει, χωρίς να φαίνεται καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου, σε μια γωνιά του γραφείου. Μοιάζει σαν να ακολουθεί το ίδιο της το ξόδι, δείχνοντας πως εισέρχεται σε χώρα θανάτου. Παριστάνει τη νεκρή και κάνει παράλληλα μιμητικές κινήσεις και εκφράσεις μανιάτικου μοιρολογιού]

Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. Απλώνει το χέρι στο κομοδίνο και παίρνει την πρώτη ποιητική του συλλογή. Ξεφυλλίζοντάς την, την ακούμε να μιλά ακατάληπτα στην αρχή κι έπειτα να λέει υποβλητικά χαϊδεύοντας το κρεβάτι και μιλώντας του)
Φιλοξένησες, μικρό μας καράβι, την ανάσα δυο πόθων που λεηλατούσε το μέλλον και κατέληξε παγωμένος ρόγχος θανάτου…
(Σταματά στην πρώτη σελίδα με την αφιέρωσή του σ΄ αυτήν)
(Σαρκαστικά) Στη Μαρία…Ένα ποίημα ολότελα δικό μου : «Πράσινος Νόστος»…

(Αφήνει βαριά να πέσει το βιβλίο από το χέρι της στο κρεβάτι)

( Ο φωτισμός αλλάζει. Η μικρή Κόρη, με χορευτικές κινήσεις μπαλέτου, βγαίνει από δεξιά, τριγυρνά στο χώρο και στο υπνοδωμάτιό της, της χαϊδεύει τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια και ξεγλιστρά πάλι σα φίδι, με χορευτικές κινήσεις, στους άλλους χώρους. Ο Αγγελος-Ποιητής απαγγέλει, συνοδεία μουσικής, το ποίημα «Πράσινος Νόστος» :

Πράσινος νόστος δέσμιος στα κύματα της κόμης
Γλαυκή του ύπνου κίνηση, βοή υγρή της στάσης
Θροϊζει στην απόσταση το φύλλωμα του στήθους


Πράσινος νόστος δέσμιος στην κόψη του παλμού του
Χαράζεται ο θάνατος απ΄ τ΄ αναφιλητό του
Και τρικυμίζει τ’ όνειρο θάλασσα αποσταμένη

Πράσινος νόστος δέσμιος στα κύματα της κόμης
Πράσινος νόστος δέσμιος στην κόψη του παλμού του

με σταθερά κι αργά βήματα στο προσκήνιο και κάνοντας στάσεις, που σχηματίζουν κύκλους οι οποίοι μεταβάλλονται σε σπείρες, σε κάθε επιμέρους χώρο του σπιτιού, καταλήγει στον κήπο όπου προφέρει τα τελευταία λόγια θωπεύοντας τα λουλούδια. Η μουσική, τη στιγμή εκείνη, εκδηλώνεται με μεγάλη ένταση)



(Όταν η μουσική τελειώσει και αφού έχουν αποχωρήσει ο Αγγελος-Ποιητής και η μικρή Κόρη, ακούμε τη Μαρία σε ήρεμο τόνο να λέει:)
(Ανακάθεται στο κρεβάτι) Εφτά χρόνια μαζί. Εφτά ολόκληρα χρόνια. Ο εκδοτικός μου οίκος είχε πια στέρεες βάσεις.
Εκείνος είχε καταφέρει να τον υπολογίζουν στο ποιητικό δυναμικό του τόπου.
Τα πάντα έδειχναν πως είχαμε αποικήσει στη χώρα των ονείρων μας. Κι εγώ είχα μια δεύτερη, σπουδαιότερη αποικία απ΄ την πρώτη.
Είχα εκείνον.
(Φεύγει απ΄ το κρεβάτι και κάθεται στο πάτωμα)
Από την πρώτη στιγμή ήξερα πως έκοβα ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή.
Η αποικία αυτή θα γινόταν η πατρίδα μου, η μοναδική μου πατρίδα, για πάντα (τονισμένο).
(Ξαπλώνει στις μαξιλάρες)
Αργότερα έμαθα πως η αγκαλιά μιας πατρίδας,
κάθε πατρίδας, υπόγειας, ανήλιαγης και μικρής’
φωτεινής, καταπράσινης και βαθύκολπης, μπορεί να γίνει κλοιός, φίδι γύρω απ΄ το κορμί σου και να σε πνίξει.
Να σου χαράξει μαεστρικά τις φλέβες, στραγγίζοντας τη ζωή μέσα σου…
[ Η Πανδώρα την κοιτά με τρόμο ]

(Ξεσπώντας και πετώντας την ποιητική συλλογή)
Κάθαρμα, κάθαρμα…
(Χλευάζοντας) Η ποιητική του συλλογή …!
Χαρίζοντας ένα αυτόγραφο πάνω στην καταραμένη τούτη συλλογή, γνώρισε εκείνην. Γνώρισε τη δολοφόνο μου.
(Κατεβαίνει από τη σκάλα στο προσκήνιο)

Που της άρεσε, χα, χα, χα (με σκληρότητα), όπως σ΄ εμένα ο «Πράσινος Νόστος», τα Βρανδεμβούργια του Μπάχ, η Τζοκόντα του Χατζιδάκι, η Linz του Μότσαρτ.
Μου έκλεβε εμένα την ίδια. Εκείνη… εμένα !
Και μ΄ έκλεβε μαζί του ! Ξέσκιζαν μαζί την αθωότητά μου.
Από τώρα πια, το φως προικιζόταν με κάτι πονηρό, σκοτεινό.
Η θάλασσα καιροφυλακτούσε να με καταπιεί.
Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν πια’ σίγουρα κορόιδευαν ορχηστρικά τη ζωή μου …
Τηλεφώνημα στο γραφείο :
«Ελα, Μαράκι. Ο Απόστολος είμαι. Τι γίνεται ; Πώς πάει ;
Πώς πέρασες το Σαββατοκύριακο ;»
Δώδεκα χρόνια φίλος. Καθάρματα. Ξέρω πια, ξέρω.
Σίγουρα, όλο αυτό το ενδιαφέρον για να κρατήσω την επιταγή μέχρι την Τρίτη…

(Ανεβαίνει τρέχοντας στο υπνοδωμάτιο, αγκαλιάζει το κρεβάτι, διπλώνεται απ΄ τον πόνο, στριφογυρνά πάνω του, τραβά κι ανακατώνει τα σεντόνια και τέλος τα ρίχνει κάτω)
(Σε παραλήρημα) Σφυριά στους κροτάφους μου, γκρέμιζαν τις επάλξεις του νου μου. Σεισμός.
(Σε απόγνωση και βαθύ παράπονο) Κρεβατάκι, πώς άντεξες ν΄ ακούς τα κρυφά τους τηλεφωνήματα, τις εκμυστηρεύσεις, τους πόθους ; Συνεργός, συνένοχος…Αγκάλιαζες το κορμί μου για ν΄ αποκοιμίσεις την ψυχή μου και μετά, μεθυσμένο από λαγνεία, εσύ, εσύ, τους προσκαλούσες να με διαγράψουν πάνω σου…
(Υποβλητικά) Τρέλα. Όλα. Ραγισμένα όρια. Μάτια που πυροβολούν το κενό.
(Μικρή παύση)

(Με συνοδεία εφιαλτικής μουσικής, σαν να υποκρίνεται η ίδια το δήμιο του εαυτού της)
Το γέλιο της ζωής μαστίγωνε ανελέητα τα όνειρά μου. Εμπαιγμός ;

(Από την πόρτα-καταπακτή που υπάρχει στο υπνοδωμάτιο, εισέρχεται με δαιμονική μορφή ο Αγγελος-Ποιητής, μέσα σε εφιαλτικούς φωτισμούς)

(Η Μαρία δείχνει σαν να βιώνει εσωτερικά αυτό που εμείς βλέπουμε)
(Ο Αγγελος-Ποιητής γελά ανατριχιαστικά)
(Σατανικά) Χα, χα, χα.
(Η Μαρία κλείνει τ’ αυτιά της)
(Ο Αγγελος-Ποιητής με φωνή σαν να βγαίνει από μεγάλο βάθος)

Ανόητη, πίστεψες, πίστεψες…
Αγκιστρώθηκες στο ανύπαρκτο και τώρα ξεσκεπάστηκαν τα πάντα.
Ανόητη, πίστεψες, πίστεψες…(με το ίδιο βάθος φωνής)
(Σατανικά, μ’ ένα ανατριχιαστικό γέλιο) Χα, χα, χα.
Τα πάντα έχουν δυο όψεις, ανόητη. Για να πονούν.
Πώς αλλιώς δεν θα πλήτταμε;
(Η δαιμονική μορφή εξαφανίζεται)

(Η Μαρία αποκαμωμένη ξεκολλά τα χέρια απ΄ τα αυτιά λέγοντας)
Στο ράλλυ της ζωής, η φόρμουλα ένα του πόνου καταργεί το χώρο και το χρόνο.
Διαγράφει μόνο κύκλους και τ΄αγκαλιάζει όλα, όλα, όλα…(τραγικά και με απόγνωση).
(Σε ήρεμο τόνο και με συμπόνια)
Δυστυχώς, η δόλια η χαρά, αναπηδά με ελλειπτικά περιγράμματα. Θα΄ ναι για πάντα μετανάστης. Ξένος.
(Κραυγάζοντας) Με πρόδωσε…
Συσκότιση μέλλοντος.
Και στο παρόν τίποτα πια ίδιο. Τα πάντα εγκλωβίστηκαν στην επικράτεια του παρελθόντος τους. Οσμίζομαι γύρω τους την απουσία μου και τη δική σου.
Πώς κατάφερες να συσκοτίσεις τα πρόσωπά μας; Πώς άντεξες ; Πού στάθηκες ; Πώς γίνεται τα χέρια μου , τα χείλη μου , ν΄ αγγίζουν και να φιλούν άλλη ;
Ανυπότακτο εσύ, εγώ, εσύ…κάνεις του κεφαλιού σου ; Επιτέλους τα νήματα που΄δεσαν τις ζωές μας δεν συγκράτησαν τίποτε ; Κοροϊδία όλες μας οι πράξεις.
(Τραγικά) Ω, αν εσύ, εσύ, εσύ, μέθυσες σ΄ άλλο σώμα , αν ταξίδεψες γι΄ άλλο λιμάνι, αν αποίκησες σ΄ άλλο τόπο , τότε εγώ, εγώ, δεν είμαι (με υπέρτατη ένταση) πια.
Δεν με λένε Μαρία.
Ναυτία όλη μου η ύπαρξη. Εδαφος δεν υπάρχει να ριζώσει τίποτα.
Ραγισμένα, έκπληκτα μάτια κοιτούν τα χέρια μας και κρυώνουν.
(Αποφασιστικά) Καληνύχτα τότε σε όλα. Δίχως ξημέρωμα.

(Περνά στο σαλόνι της Ξένιας. Συνοδευόμενη από μια τρυφερή μουσική υπόκρουση, βάζει ένα ποτό στο μπαρ, τριγυρίζει για λίγο στο χώρο και στέκεται έπειτα στο παράθυρο. Τη βλέπουμε προφίλ)

[Η Ξένια εισέρχεται στο χώρο της Πανδώρας, όπου κάνει τις ίδιες ακριβώς κινήσεις μ’ εκείνες του Πέτρου, (όπως περιγράφηκαν παραπάνω), σαν να βρίσκεται σε φυλακή. Λίγο αργότερα εμφανίζεται η μικρή Κόρη ξαφνικά. Σπρώχνει βίαια την Ξένια στο κρεβάτι, όπου της βγάζει το πουκάμισο και το παντελόνι και την αφήνει να φορά μόνο το εσώρουχό της, ένα ολόσωμο δαντελένιο κορμάκι. Επειτα εξαφανίζεται ]
Πήρε τα πράγματά του απ΄ το σπίτι και τα βιβλία του.
Καθένα κι ένα πυρωμένο μαχαίρι που μου ξέσκιζε τα σπλάχνα. Απέσυρε τον εαυτό του με κάθε σελίδα που περνούσε το κατώφλι της πόρτας. Κι έτσι, κομμάτι-κομμάτι, τεμάχιζε το φως όλης μου της ζωής, βυθίζοντάς την στο φαιό χρώμα της ναυτίας απ΄ όλα, όλα…

[Η μικρή Κόρη εμφανίζεται και οδηγεί την Ξένια, με απαλές κινήσεις, στο γραφείο του Πέτρου, όπου εκείνη δείχνει μιαν οικειότητα και αδιαφορία, μ΄ ένα μείγμα ανταγωνιστικότητας. Ερευνά για λίγο, σαν κατάσκοπος, το χώρο περιεργαζόμενη τα χαρτιά, το διάγραμμα ανάπτυξης, τις ακριβές πένες. Η Πανδώρα περνά στο χώρο του κήπου ]

(Παύση. Μουσική υπόκρουση. Κοιτάζοντας ίσια πέρα απ΄ το παράθυρο)
Ισως ένιωσα λιμάνι την ανοιχτή, τρικυμισμένη θάλασσα…
(Γυρνώντας πρόσωπο με πρόσωπο στους θεατές)
Λάθος εκτίμηση ; Πίστη σ΄ αυτό το λάθος ; Ε, και ; Δικαιολογεί τον όγκο της τιμωρίας ;
(Περιφέρεται στο χώρο)
Στη θάλασσα που μας ρίξανε, πειραματιζόμαστε στο σκοτάδι με κωπηλάτη τον πόνο. Μου χάρισε το ταξίδι.
(Ξανά προς τους θεατές) Ξεδιαντροπιά να ζητώ περισσότερα ; Λάθος μου που αφέθηκα ; Γίνεται αλλιώς ;
(Διπλωμένη στον καναπέ) Αποκοιμήθηκα στο μαξιλάρι της κατάκτησης’ της δικής μου ή εκείνης που μου χάρισε ;
(Ξανά προς τους θεατές με αλλεπάλληλες κινήσεις) Πώς μετριέται η αποτυχία, η προδοσία; Κι αλήθεια, ποιος πρόδωσε απ΄ τους δυο μας; Εγώ, με΄ κείνη την καταραμένη έκτρωση που του έκρυψα – έστω κι αν τό΄κανα για να μείνει απερίσπαστος στο έργο του – και βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω να ζω δίπλα του, ή εκείνος που ομολόγησε την υποταγή του στη γοητεία κι έφυγε μακριά ;
(Στο προσκήνιο γονατιστή, με μανία και τραγικότητα) Τι σημαίνει επιτέλους προδοσία ; Λέξη ετοιμοπαράδοτη για σπίτι προκάτ;

(Μικρή παύση. Μουσική. Με παιδικότητα, απόκοσμη τρυφερότητα κι ένα αίσθημα γενναιότητας)
Αλλόκοτο, όμως ανακαλύπτει κάποτε κανείς την αντοχή ή την αποκοτιά να ζει (τονισμένο) και πέρα από την ψυχή του’ χωρίς να την ξεκαρφιτσώνει απ΄ τον παλμό της κάθε του στιγμής.

(Περνώντας από το διάδρομο, που βρίσκεται δίπλα από το καθιστικό της Ξένιας, ανεβαίνει αργά τη σκάλα που οδηγεί στο υπνοδωμάτιο της Πανδώρας και εισέρχεται στο χώρο)
Οπου και να ΄σαι, καλό σου ταξίδι, καρδούλα μου…
Και πέρα μακριά, που η ανάσα μου σε χάνει…ψυχή μου
Και μες στα σπλάχνα μου, που κρύβεσαι στης λαχτάρας μου το φως…
Ψυχή μου…, εγώ, εσύ, εγώ… ;
Καρδιά μου
Καλά πανιά…
Λες να υπάρχουμε και πέρα απ΄ τα όνειρά μας ;
Αγάλματα, με φλέβες κόκκινες, να περιπολούν στο κενό…
Ας είναι.
Ανάσα μου, υγρή μου ηρεμία…
Ψυχή μου, ψυχή μου…Καλοτάξιδη
Γίνεται θάλασσα μονάχη; Γίνεται ;

(Με τα τελευταία αυτά λόγια, φωτίζεται έντονα η γόνδολα στο χώρο της Ξένιας και χαμηλώνει κάπως το φως στο δωμάτιο της Πανδώρας. Ακούγεται παιδική μουσική παράλληλα με εκείνη που βγαίνει από τη γόνδολα. Επειτα γίνεται μια ολιγόλεπτη συσκότιση για να ξεκινήσει το χορικό του τέλους)

(Μετά τη λέξη προκάτ και καθώς το έργο βαίνει προς εντελή κατάληξη, ο Πέτρος παραμένει στο χώρο του κήπου σαν αόρατος από την Πανδώρα. Η μικρή Κόρη εμφανίζεται στο χώρο του Πέτρου και οδηγεί από το χέρι την Ξένια στον κήπο, ενώ παράλληλα βαστά στο άλλο χέρι τα ρούχα της. Εκεί τη ντύνει και βγάζει το καπέλο του Πέτρου. Οταν, ξεπροβάλλει η Ξένια στο χώρο του κήπου, συντελείται στον ίδιο χώρο για πρώτη φορά η συνάντηση των τριών προσώπων. Τότε και μόνο δείχνουν πως γίνεται αισθητή η παρουσία του ενός στον άλλον. Κοιτάζονται αμήχανα, σαν αγάλματα, με την αίσθηση ότι αντικρύζουν το είδωλό τους στον καθρέφτη συν ένα ακόμη πρόσωπο. Επειτα πλησιάζουν με μικρά, αργά αλλά σταθερά βήματα, αγκαλιάζονται μέσα σε θωπείες κι έναν αλλόκοτο συμφυρμό και τέλος απωθούν βίαια ο ένας τον άλλον. Στέκονται για μια στιγμή απολιθωμένοι κι έπειτα η Πανδώρα παραμένει στο χώρο του κήπου, η Ξένια καταφεύγει τρέχοντας στο χώρο του Πέτρου κι ο Πέτρος, οπισθοχωρώντας σαν να απειλείται από πιστόλι, περνά διαδοχικά από τους εσωτερικούς χώρους των άλλων προσώπων και καταλήγει αμήχανος, καταβεβλημένος και μ΄ ένα αίσθημα σωτηρίας στο χώρο της Ξένιας, αφού τον έχει εγκαταλείψει η Μαρία. Επειτα από τα καταληκτικά λόγια της Μαρίας, η τελευταία βγαίνει, σε μια ιερατική έξοδο σαν από κλίμακα ναού, στο προσκήνιο από το χώρο της Πανδώρας και οι υπόλοιποι από τους χώρους στους οποίους βρίσκονται. Στην έξοδο αυτή, η Πανδώρα πετά από πάνω της το μαύρο ένδυμα.
Τότε επιτελείται το εξόδιο χορικό, που δίνει άλλοτε την αίσθηση ενός και μόνου χορού και άλλοτε δύο ημιχορίων. Όταν τα ημιχόρια γίνονται ευδιάκριτα με βάση τις ίδιες τις κινήσεις τους, ο Πέτρος σχηματίζει το ένα ημιχόριο με την Ξένια και η Πανδώρα με τη Μαρία το άλλο (χιαστί).
Στις δύο γωνίες της σκηνής, στην αρχή του χορικού, προβάλλουν ο Αγγελος-Ποιητής (που κρατά πάντοτε το ομοίωμα καραβιού στο χέρι) και η μικρή Κόρη, βαστάζοντας αναμμένους πυρσούς στα χέρια. Μένουν μέχρι τέλους ασάλευτοι και κοιτούν καταπρόσωπο τους θεατές.
Από την αρχή του χορικού επικρατεί συσκότιση στη σκηνή και ο φωτισμός συντελείται μόνο από τους αναμμένους πυρσούς τους, που συνοδεύονται όμως από αιφνίδιες λάμψεις προβολέων πάνω στα πρόσωπα των τεσσάρων. Με την τελευταία λέξη του χορικού ένα εκτυφλωτικό λευκό φως κατακλύζει τη σκηνή).




(Χορός)
Μια αγκαλιά λικνίζει τις ζωές μας
Μια αγκαλιά
Και τις απλώνει
Μια αγκαλιά
Με φωτιά, με νερό, με τσεκούρι
Μια αγκαλιά
Περ΄ απ΄ τις όχθες που οι πόθοι μας στήνουν
Μια αγκαλιά

(Η μικρή Κόρη, κοιτάζοντας ασάλευτη τους θεατές, τραγουδά το «Πουν΄ το, πουν΄ το το δαχτυλίδι… Ψάξε» - έτσι ακριβώς ελλειπτικά -, άλλοτε με τη φωνή της να ξεχωρίζει απ΄ το χορό κι άλλοτε να συμφύρεται (αρμονικά) μαζί του)
(Στη αποκομμένη από τα συμφραζόμενά της λέξη «Ψάξε», ο χορός επαναλαμβάνει την ίδια λέξη με υποβλητικότητα και δυναμισμό)

Ο ένας πολλοί
Μα κι οι πολλοί ένας’
Ασάλευτος, ζυμαρένιος, βρέφος πρωτόπλαστο
Ταξιδεύω με βήματα άλλων
Πού ΄ναι λεγεώνες εγώ

Υπνος βρέφους συνοδοιπορεί
Με το αίμα που γεννάνε τα χέρια μου
Α… Γύμνια
Α…Φωτιά
Αθωότητα που κοιμάσαι στο φόνο…
(Η Μικρή Κόρη τραγουδά μόνο τη φράση «Α μπέμπα μπλομ…» από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι. Σταματά για μια στιγμή και τραγουδά μόνο τη φράση «γύρω-γύρω όλοι…» από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι)
(Μεταξύ αυτών των φράσεων, ο χορός παρεμβάλλει το στίχο : «Αθωότητα που κοιμάσαι στο φόνο»)

Φώναξε Χαρά, κραύγασε
Χτύπα, γκρέμισε
Να συνθηκολογείς εσύ δεν έμαθες
- Εσύ, βασίλισσα της Μοίρας –
με γκρίζα δεκανίκια αστραφτερής δυστυχίας
Χτύπα ερήμην μας
Αλίευσέ με
Θρυμμάτισε τα ισχνά μου σπιτάκια

(Η μικρή Κόρη τραγουδά, όπως προηγουμένως, το πούν΄ το, πούν΄το το δαχτυλίδι… Ψάξε)

(Ο Χορός μόνο)
Εκεί που τρίστρατα σμίγουν
Ζαριές μόνο λυτρώνουν τη μοίρα μας
Κι αν χέρι τις ρίχνει αφιλόκερδο
Που ασώτεψε στο ίδιο του κέρδος
Τότε καλό και κακό Συνουσιάζονται
Σε νυφικό κρεβάτι
Που τ΄ όνομά του
Γνωρίζει η Σιωπή μου

Γύμνια, Φωτιά

ΜΑΣ ΣΚΕΠΑΖΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕ ΣΚΕΠΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΙΝΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου