Ο αρχοντοχωριάτης Basil Alexakis (πιστόν μολιερικόν αντίγραφον) ή Αμάν, πότε θα συντελεστεί ένα πολυκαιρισμένο τέλος εποχής που βαστά ληξιαρχικά τρείς αιώνες.
Υπάρχει μια χώρα που έχει βασανισθεί. Βασανίζεται. Θα βασανίζεται. Με όλους τους τρόπους. Γνωστούς κι άγνωστους. Σαδιστικά. Μαζοχιστικά. Από επήλυδες, ημεδαπούς, επαρχιώτες, στενόμυαλους, βλαχαδερά, συμπλεγματικούς, ελευθεριομάχους και ελευθεριοφάγους. Κυρίως αυτούς. Τί τα θέλετε, τα τραβά ο κώλος της. «Μα γιατί ;» θα ρωτήσετε. «Μα διότι, απλούστατα, είναι δεκτικός», απαντώ. «Μα πώς, γιατί, είναι δυνατόν ;» συνεχίζετε να επιμένετε με κάποιαν ιερή κι εύλογη αγανάκτηση. Αναζητώ γρήγορα μιαν απάντηση που θα σταματήσει τη νευρική αδημονία σας : «Γιατί στη χώρα αυτή, από ακατανόητη εμμονή και πείσμα παρανοϊκό της Ειμαρμένης ή ενός «έτσι θέλω» υπερβατικής ίσως κι απροσδιόριστης πάντως προέλευσης, επένευσε ερωτικά και καθώς φαίνεται διαπαντός (Αλτ ! Παύσασθε πυρ οι οσφραντές εθνικισμών και παραδοσιομάχοι. Σας προλαμβάνω ευχάριστα πιστεύω : εννοώ, ίσως και μετά ακόμη από μια ενδεχόμενη και πιθανότατη ανυπαρξία και παντελή αφανισμό της, διότι αυτό που κομίζει η χώρα αυτή συνιστά τρόπο βίου, οικουμενική πρόταση ζωής, μέγεθος πανανθρώπινο που αφορά και συνεπώς ελληνοποιεί ισοκρατηκώς [σωματικά θα έλεγα]πάντες) δίχως να αποστεί ποτέ, η αγία-ξεφτίλα-θεοποιός Ελευθερία, τουτέστιν ό,τι πιο μπαχαλοειδές, ξεχειλωτικό, παρακατιανό, ασυστηματικό, πτεροφυητικό, εμπνευστικό, μεγαλουργικό, θεουργικό, μιζοφαγικό, μιζοπαγές, κλεπτοειδές, αποσυντονιστικό, φιλόξενο, αποσαθρωτικό, αντικοινωνικό, σχεσιακό, προδοτικό, κοινωνικό, αυθυπερβατικό, εκστατικό και αμαρτιοποιές εργαλείο υπήρξε ποτέ προς ανθρώπινη χρήση.
Αυτή η ελευθερία, πλην άλλων πολλών ιδιωμάτων της, ωθεί τη χώρα αυτή να πλαγιάζει μ’ όποιον της κάνει κέφι και κυρίως μ’ αυτόν που πιστεύει πώς θα ανταποκριθεί στις ακόρεστες ερωτικές ορέξεις της : με μαύρο κι ασιάτη, βόρειο ξανθομπίκουρα κι εβραίο γαμψομύτη. «Μα προς θεού» αναφωνεί ο γάλλος Βασιλάκης, «εγώ θα τις ορίσω με ποιόν και πότε να το κάνει. Μόνο εγώ πρέπει να υποδείξω ποιός θα της τον φορμάρει, πού και προπαντός πώς», επιβάλλοντάς της διαφωτιστικά και γραμματισμένα ποιό είναι το κατάλληλο κρεβάτι, πώς θα ερωτεύεται και με ποιον θα κοιμάται…Ναί με τον Πλάτωνα, όχι με τον Ισαάκ το Σύρο, ναι με τον Δία, όχι με το Χριστό, ναι με τη νοησιαρχική φιλοσοφία, όχι με το οντολογικό, καθώς φαίνεται, ερώτημα και κυρίως τη μεταφυσική.
Στην παρέα βρίσκουν καταφύγιο πολλοί ακόμη εραστές του νηπιαγωγείου. Ο εσμός αυτός των ηλιθίων ταλαιπωρεί ιστορικά με τους μίζερους, κλειστοφοβικούς, μανιχαϊκούς και συμπλεγματικούς αναχρονισμούς του την ελεύθερη αυτή θεογκόμενα που αρέσκεται, όπως αποδεικνύουν ακόμη κι οι παλιές μουσικές της προτιμήσεις (Φρύγιος, Λύδιος, και τα ρέστα), στα μιγαδικά φαινόμενα εκ πεποιθήσεως.
Το αρχοντοχωριάτικο αυτό συνάφι, στο οποίο έχει την ύψιστη τιμή να συγκαταλέγει υπερήφανα τον εαυτό του ο Βασιλάκης, διακρίνεται ιστορικά για τη φασιστική και μανιχαϊστικότατη εμμονή του να καθαρεύει, να ανήκει δηλαδή στις υψηλές και φωτοδοτικές εκείνες τάξεις των καθαρών, εκλεκτών, διαφωτιστών, μορφωμένων, καθοδηγητών, σωσμένων κοντολογής.
Να καθαρεύει λοιπόν ο βίος. Σκούπες παραταχθείτε ! Επί το έργον : εγκώμια, μυρωδιές, ονόματα (κυρίως όλες τις Μαρίες και τους Χρήστους, μαζί τις Παναγιώτες και τους Παναγιωτάκηδες…δεν ανήκουν γαρ στον καθαρό ελληνισμό), ξωκλήσια, πηγές έμπνευσης, ρήματα, στίχους, τραγούδια, λαγγέματα, έρωτες, ιάμβους, επιτάφιους και πασχαλιές, γιατί η καθαρότης - επίτευγμα χιλίων δύο μανιχαϊστικών σαπουνιών τύπου : το σκοτεινό βυζάντιο, τα φωτισμένα και προηγμένα έθνη της δύσης, «η φιλοσοφία ερωτά, η θεολογία έχει όλες τις απαντήσεις» «χριστιανισμός-νύχτα, αρχαιότητα(!)-μέρα» - του Βασιλάκη δεν ανέχεται να πατήσει στα βρώμικα πορνεία, στα καταγώγια, στα χασισοποτεία, στους παράνομους έρωτες, στα αμαρτωλά κρεβάτια, σε πόθους που δεν ενέκρινε η πάνσοφή του πένα και στις ακαθαρσίες που μέσα τους ο βίος όλων μας κυλά.
Αγρόν ηγόραζε ο φτωχούλης και ψοφοδεής Βασιλάκης ή Basil κατά το ορθότερον, και στα γέρικα αχαμνά του έγραφε αν η ελληνική φιλοσοφία, εξαίσιο και τσαμπουκαλίδικο, όπως κάθε έρωτας, κάνοντας κρεβάτι με τους έλληνες πατέρες, μπόρεσε να ξεπεράσει τις ερωτικές φοβίες και τους εγκλωβισμούς της, τα υποκατάστατα και τις νευρώσεις της, τους πουριτανισμούς και τις ηθικολογίες της και σύμπασες τις εθνικές του καθαρότητες («Ο πολιτισμός είναι ή χριστιανικός ή ελληνικός»Basil έφη και πλείστα άλλα κουλά έφη και ξαναέφη) και να χαρεί ζωή και συνουσία, να δει χαρά στα σκέλια της και ν’απολαύσει πιο ελεύθερα την περιπέτεια τής (καινούργιας) σχέσης : από το άτομο στο πρόσωπο, από τον εγκλωβισμό του αριστοτελικού πρώτου κινούντος ή θεού (Αμάν, ξεστόμισα τη λέξη ταμπού. Ντουγρού στην πυρά διαφωτιστών και βλαχαδερών λαμπάδα το κορμάκι μου. Πού ’σαι μανούλα μου γλυκιά;) στην ουσία ή φύση του σ’ έναν τρόπο υπάρξεως ελεύθερο από φυσικούς (ουσίας) προκαθορισμούς, από το ανερμήνευτο της ύλης στον ενεργούμενο λόγο-γεγονός προσωπικής εμφάνειας. Και άλλα, και άλλα…
Δυστυχώς γι αυτόν, το φαγητό που τρώει καθημερνώς εις δόσεις τρεις ο γραμματισμένος και λίαν μορφωμένος Βασιλάκης, έχει προκαλέσει αιώνες τώρα πονοστόμαχο στη Δύση με αποτέλεσμα να το ξεράσει αηδιασμένη. Μα καλά που ζεις φτωχέ, ακόμη δεν πήρες πρέφα ; Προτρέπω, συνεπώς, σε ταχεία αλλαγή διαιτολογίου, για να στανιάρει το παιδί.
Όμως δεν μπορώ να μην αναφωνήσω πού ’σαι φτωχέ κι αστόχαστε Μάρτιν Χάϊντεγγερ, όταν έκραζες στο Spiegel πως «ένας θεός μονάχα θα μάς σώσει», να σε διδάξει φιλοσοφία ο καθαρός Βασιλάκης να φωτιστείς λιγάκι ; Φτου σου, πήγες και σπούδασες θεολογία κάθαρμα.
Α, ρε Ρίλκε τι δουλειά έχεις μές στους αγγέλους ; Δεν ακούς τον Rousseauτραφή Αλεξ. να καθαρίσει ο νους σου ;
Κι εσείς μωρ’ τραγικοί εδώ της Ψωροκώσταινας, τι φαγωθήκατε τόσες χιλιάδες χρόνια για νά εύρη πόρον ο θεός ; Βρείτε τον πόρο Βασιλάκη να έρθετε στα ίσα σας.
Α, ενοχλητικέ Σωκράτη μ’ εκείνο το δαιμόνιο και τον ενικό θεό σου. Σκατόφατσα, για δεν κοιτάς τον έκπαγλο Αλεξούλη ; Τά ’χει λυμένα όλα, διότι ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ !(Κάποιος απατεώνας στ’ αυτί μου ψιθυρίζει «νόον ου διδάσκει»… «άπαγε, άπαγε» σκληρίζει ο Βασιλάκης καθώς τονε ψιλιάστηκε) Ω, λησμόνησα. Μετανοώ.Δεν είναι απόγονος του Σωκράτη, ίσως να είναι του Racine, όπως κι όλοι οι Γάλλοι που μην ακούσουν για Μontaigne σαν πρόγονό τους, σε σκότωσαν θρασύτατε τολμητία που τέτοιες ύβρεις ξεστομίζεις, μια και δηλώνουν παπαντάμ απόγονοι του Διογένη Λαέρτιου και του Αναξιμένη. Τι ευτυχία να ζει κανείς στο παγκοσμιοποιημένο άχρωμο χωριό του, τίγκα στα φαντασιοκοπήματα ! Τι ευτυχία αλήθεια, καλότυχε (Κερκυραϊκά καλόμπαχτε. Ω, ξεχάστηκα encore une fois, αυτά δεν είναι καθαρά ελληνικά. Συγνώμην Βασιλάκη.) Αλεξάκη !
Όμως φτωχός εγώ εκλιπαρώ την ύψιστη σοφία σου, πάνσοφε Βασιλάκη, φώτισε τα σκοτάδια μου κι απάντησέ μου τώρα :
Τί να σημαίνει άραγε το ευαγγελικό (Κατά Ιωάννη ιβ ΄, 20-23)
“ Ήσαν δέ τινες έλληνες (Προδότες ! Ακαθάρευτοι ! Αγράμματοι ! Απολίτιστοι ! σκούζει ο Βασιλάκης) εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή… και ηρώτων…λέγοντες θέλομεν τον Ιησούν ιδείν…Ο δε Ιησούς απεκρίνατο…λέγων ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου.» πολιτισμικό καμάκι, για πολιτισμικό ραντεβουδάκι ;
Γιατί τα ελληνικά επιλέγονται ή επιβάλλονται θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, ως γλωσσικό όργανο της νέας πίστης, μιας αποκάλυψης που αφορά σε μια πανανθρώπινη ελπίδα ή στο αγωνιώδες εκείνο αίτημα του «αληθώς υπάρχειν», του «κατ’ αλήθειαν βίου» ή της «όντως ζωής» που σάρκωσή του ήταν η πόλη ;
Γιατί οι Καππαδόκες σπουδάζουν στον κλεινόν άστυ του Αριστοτέλη και των τραγικών, φιλοσοφία, φιλολογία, ρητορική, γεωμετρία, μαθηματικά, αστρονομία ;
Γιατί ο Μεγ. Βασίλειος εκπονεί σύγγραμα προς τη νεολαία «όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» ;
Γιατί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει ποίηση σε ομηρικό στίχο (σε προσωδιακά μέτρα : εξάμετρο, τροχαϊκή επταποδία κ.τ.λ) η τού το απαγορεύεις Βασιλάκη ή η γνώση και η παιδεία θέλει κι έχει φύλακες που κοπανούν τους πάντες, όπως η απαγόρευση του Ιουλιανού να μην ασχολούνται οι χριστιανοί με την ελληνική παιδεία ;
Γιατί ο ησυχαστής αγιορείτης (καντήλες τώρα ο διαφωτιστής και έχων μονοπώλιο την ελληνική παιδεία Βασιλάκης) και εκπληκτικός γεννήτωρ μιας θαυμάσιας θεολογικής σύνθεσης Γρηγόριος Παλαμάς (μην εξανίστασαι καημένε, όχι ο Κωστής) είναι άριστος αριστοτελιστής και δεκαεξαετής διαλέγεται αριστοτελικώς, προς θαυμασμό όλων, με τον Μετοχίτη στα ανάκτορα της Πόλης ;
Γνωρίζεις Βασιλάκη τον Brehier και την ιστορία της φιλοσοφίας του (παλαιά και εξελιγμένα πράγματα πια, που ο αδιάβαστος φωφωποιός Βασιλάκης υποψιάζομαι ούτε μυρίζεται καν) ;
Γνωρίζεις τι εστί πια βυζάντιο στις ιστορίες φιλοσοφίας (Pleiade, Gallimard, κ.τ.λ.);
Γνωρίζεις μήπως το όνομα και την εκπληκτική σύνθεση του Μαξίμου του Ομολογητού ; (Παραθέτω ξενόγλωσση βιβιλογραφία που αρέσει πιότερο στο Βασιλάκη μήπως και φιλοτιμηθεί…Lars Thunberg : Microcosm and Mediator).Υποψιάζεσαι πως ένας Wittgenstein ή ένας Martin Heidegger θα μπορούσε να μείνει εκστατικός μπροστά του ; Γνωρίζεις ότι κατά τον βάρβαρο αυτό χριστιανό, πεφωτισμένε και πεπολιτισμένε Αλεξάκη, ο χρόνος «μετρά» ερωτική σχέση ; Ότι «υπάρχει» όταν τελούμε μακριά απ’ το ερωτικό κρεβάτι, ειδάλλως μιλούμε για «στάσιν αεικίνητον και στάσιμον ταυτοκινησίαν, περί το ταυτόν και εν και μόνον αϊδίως γινομένη» μια που τη κάναμε λαχείο στο πλήρωμα του έρωτα ;
Να σε παραπέμψω αρχικά, γιατί κράζεις φιλομαθώς, στη Βυζαντινή φιλοσοφία του Β.Ν. Τατάκη (La philosophie Byzantine, P.U.F. 1949 (! Αμάν, απληροφόρητος κι από πότε…) γαι τη συνέχεια της φιλοσοφίας από τον αιώνα που γούσταρες (520-1860) να σταματήσεις ; Για τη συνέχεια, δηλαδή, από τον έκτο ώς τον δέκατο πέμπτο αιώνα ;
Φώτισέ με, γιατί ο Έλιοτ ρωτά εναγωνίως τον Σεφέρη για την ορθοδοξία και τον αρχέγονο χριστιανισμό ; Άσε εκείνα τα Shantih..
Γιατί ο Σεφέρης (αδαής στο θέμα και ανίκανος να προκαλέσει μια βαθύτερη αναμόχλευση και διέξοδο στη αναζήτηση του διψώντος νομπελίστα) τον καλεί (παρακινημένος από μια καίρια και ευστοχότατη ποιητική διαίσθηση)να επισκεφτεί την Ελλάδα για το Πάσχα ;
Γιατί ο Ελύτης ζητά χριστιανική σιωπή (σάμπως νά’χε η σιωπή επιθετικό προσδιορισμό) ή γράφει για την «Παναγία την Παντοχαρά»; (Τον θυμάμαι να ασπάζεται - Τι αναχρονιστικός ! Τι σκοταδιστής ! για τα γούστα του μικρούλη μας Βασιλάκη- την εικόνα του αγ. Ιωάννη στη μονή της Πάτμου.)
Γιατί δομεί το «Άξιον εστί» στον Ακάθιστο ύμνο (ποίημα, όπως φέρεται, Σεργίου Πατριάρχου Κων/πόλεως)και γιατί κλέβει, στο ίδιο έργο, από τον Ρωμανό τον Μελωδό ;
Γιατί προτάσσει, πάλι εκεί, εκείνο το δαβιτικό «πλεονάκις επολέμησάν με..» ως αμόρφωτος ανθέλλην κατά Βασιλάκη ;
Γιατί φτιάχνει ολόκληρη μελέτη για τον Ρωμανό (Χριστιανό= εξ ορισμού ανάξιο, περικάθαρμα και περίψημα κατά Βασιλάκη υποθέτω);
Γιατί μεταφράζει την Αποκάλυψη ;
Γιατί ο άλλος έλλην νομπελίστας μεταφράζει το Άσμα Ασμάτων;
Θες να θυμηθούμε λίγο τον ομηριστή Ευστάθιο Θεσσαλονίκης που η σύγχρονη κριτική αρκούντως τιμά και σέβεται ; Πιθανώς ούτε έχει ακούσει το όνομα ο καλός μας Άλεξ.
Να θυμηθούμε την εξειδίκευση του Κομητά (6ος αιώνας)στον Όμηρο;
Να θυμηθούμε πως η Δύση ξεκινά τον ατομικόν (βλέπε καλέ μου Bill ατομοκρατικό) άθλον της γνωρίζοντας το αριστοτελικό όργανον από αραβικές μεταφράσεις (δόξα νά’χουν οι πρόγονοι των πετρελαιοκρατών) κι ακούγοντας αμυδρότατα για Αριστοτέλη, τη στιγμή που εδώ τον έχουν ψωμοτύρι ;
Ωστόσο, ακόμη θαμπωμένος από τον ποταμό αυτόν της δυτικής σοφίας, μοιάζεις παντελώς και τραγικά (γαμώ το πια, αδελφέ) ανυποψίαστος για την άρδην αντιστροφή των όρων του ελληνικού πολιτισμού που επέφερε και κυρίως εμπέδωσε στις συνειδήσεις, παγκόσμια, η δυτική εκδοχή του τρόπου μας.
Να θυμηθούμε πάλι τα αντιγραφεία των μονών για τη διάσωση (ενίοτε και καταστροφή καλέ μου Basil, έτσι είναι ο έρωτας…) αρχαίων έργων φιλοσοφίας και λογοτεχνίας ;
Να παραπέμψουμε, για μια ελάχιστη πληροφόρηση, τον μικρούλη Βασιλάκη στον Paul Lemerle και στο βιβλίο του «Le premier humanisme byzantin.»(1971)(Ο Πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός, 1985 ελλην. Έκδ.); (Θαρρώ θα ανατριχιάζει από δέος στο άκουσμα της λέξης ουμανισμός.) Να τον παραπέμψουμε στο πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στη «Διακοπή της ελληνικής παιδείας στη Δύση» ;
Να θυμήσουμε στο χαζοχαρούμενο, σοκολατοθρεμμένο αυτό παιδάκι ότι αιώνες πριν υπάρξει η πρώτη πέτρα των παρισινών πανεπιστημίων, στο Πανδιδακτήριο της Βασιλεύσουσας διδάσκονταν φιλοσοφία, ρητορική, γραμματική κ.τ.λ. κ.τ.λ…
Να παραπέμψουμε στον G. Duby (Adolescence de la Chretiente Occidentale, 1967) και στον M. Rouche (Histoire de la vie privee, 1985) για την κατάσταση των ευρωπαϊκών εθνών σε πολύ μεταγενέστερη εποχή από την ύπαρξη του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης ;
Να υπενθυμήσουμε στον μικρό Αλέξη ότι αρκετούς αιώνες πριν από το ξέσπασμα του Ουμανισμού (…άστα να πάνε) και της λεγόμενης Αναγέννησης (το ίδιο και χειρότερα) στη Δύση, έχουν υπάρξει δύο τουλάχιστον βυζαντινοί ουμανισμοί ;
Να θυμίσω την αντίθεση στην Αναγέννηση και στον παραμορφωτικό της καθρέφτη καθώς και στη διαστροφή των όρων της ελληνικής παιδείας πού αυτή κόμιζε, των απογόνων της αναγέννησης και μάλιστα στη Γαλλία στις αρχές ως τα μισά του εικοστού αιώνα ; (Σε όλο το φάσμα της τέχνης)
Αλήθεια -ερώτηση κουίζ- από πού κατάγεται η δυτική Αναγέννηση αδιαβαστούλη μας ; Μήπως από τους Κομνηνούς ; Μήπως από τους λόγιους της διασποράς μετά την πτώση της πόλης ;
Ο Πικάσο ήταν ψιλογκαγκά όταν μελετούσε Θεοφάνη ;
Γιατί η βυζαντινή εικονογραφία ενδιαφέρει εικαστικά ;
Γιατί συζητιούνται οι προτάσεις και προσεγγίσεις της στο εικαστικό γεγονός ;
Μήπως η κβαντική φυσική αναγνωρίζει ένα ερμηνευτικό εργαλείο προσέγγισης του εαυτού της στη διδασκαλία περί των λόγων, του καλογέρου (και ως εκ τούτου αξιοθάνατου σκοταδιστή)Μαξίμου ;
Τοπικιστής και εθνιστής, αδήλως και ανεπιγνώστως, ο κακομοιρούλης μας Άλεξ. δεν έχει το κουράγιο καθώς φαίνεται να φανταστεί ελληνική φιλοσοφική συνέχεια και διάρκεια εκτός και πέραν της μιζούπολης (πάλαι και νυν) που λέγεται Αθήνα, σάμπως ο Θαλής, ο άγιος Ηράκλειτος κι ο έμφλογος Εμπεδοκλής να γυρόφερναν στην αγορά και νά ’τρωγαν κολατσιό στο πρυτανείο. (Α, ρε Ακράγαντα και Έφεσε δεν ξέρετε πως είναι ανεπίτρεπτο να φιλοσοφείτε εκτός μιζούπολης ;)
Όμως η αρχαιότητα και το στοχαστικόν φως πρόδωσε τον Αλεξάκη. Η φιλοσοφία γκάνιασε να πιει νερό. Καθοδηγούμενη και ποδηγετούμενη γαρ. Θυμάστε τι το κλεινόν και φιλοσοφικόν άστυ έπραξε κατά Σωκράτους, Αναξαγόρου (Ασέβεια. Ένοχος!), Προδίκου (Κώνειο. Θάνατος στον θεομάχο !)κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Γιατί ο Ηράκλειτος προτίμησε βουτιά στα σκατά; Πώς τιμώρησε το δημιουργό η δακρυσμένη και συγκινημένη συλλογική μνήμη που παρουσιάστηκε ως θεατρικό σώμα (Εδώ προσκυνούμε. Ιερότης. Κάθε σάρκωση προξενεί ρίγος.) στο «Μιλήτου άλωσις» ; Αχ, μισαλλόδοξοι και φανατισμένοι χριστιανοί ελάβατε καλά μαθήματα… για να μην αποκαλύψω, κοινότοποι αντιγραφείς και δευτεροκλασάτοι βάνδαλοι, τι διδαχθήκατε από τις κατασκαφές των Αχαιών στου Πρίαμου την πόλη…
Τι κούραση όμως όλα αυτά ! Αντί ο έρωτάς μας να οδοιπορεί μες στις μοναχικές σιωπές του γεμάτος δίψα κοινωνίας, βγαίνει μπαλκωνάτος και συγγραφοκρατούμενος ν’ αγρεύσει ιδεούλες και αντεπιχειρήματα.
Αυτό όμως που με στενοχωρεί, θά έλεγα με θλίβει (εξοργιστικά) είναι η υπνωτιστική ενέργεια που ο καλός μας Βασιλάκης διαχέει στις υπνοβατούσσες ήδη (αξύπνητα;)στρατιές διανοουμένων, αθανάτων και θεατροπρομαχούντων, ώστε τυχόν άνθρωποι που θα είχαν τα προσόντα και τη διάθεση να αναζητήσουν τον έρωτα να διστάζουν, να παρασύρονται και να παραμένουν (αρπάζοντας το θωρακισμένο άλλοθι της ιδεολογίας) εν τέλει δέσμιοι σε εγωτικά στεγανά, σχήματα και ιδέες, αναβάλλοντας τη μεγαλειώδη συνάντηση με τον εαυτό τους για χάρη κάποιου μίζερου, φοβιτσιάρη, ιδεοφάγου-ιδεοπότη συγγραφίσκου της δεκάρας.
Κούραση αφάνταστη να υπερμαχείς, να προασπίζεσαι το ανοικτό (άχαρη η διαμάχη) έναντι ενός ακόμη καθαρού. Απόφοιτου της μεγάλης του κόσμου σχολής του ναρκισσισμού, της υπεροψίας, του παντοκρατορικού εγώ.
Η ζωή κατά Αλεξάκη οφείλει να κινείται με διαχωριστικές, καισαρικές τομές (από εδώ χριστιανισμός, από εδώ ελληνισμός…εμείς οι πάνσοφοι, εσείς οι άσοφοι, εδώ η ιντελιγκέντσια, εκεί η πολτοειδής πλέμπα)που ποτέ δεν ευδοκίμησαν σ’ αυτόν τον τόπο.Η ζωή μοιάζει να υπάρχει μόνο για τους διαβασμένους.(!) «Μόνο όποιος ξέρει καλά ελληνικά και έχει μελετήσει τον Σωκράτη είναι απόγονός του»(Ο Βασιλάκης δεν αισθάνεται τέτοιος). Η Παναγία είναι μια αγράμματη Γαλιλαία που δεν δικαιούται ούτε να ανασάνει, μια που δεν μιλά γαλλικά και ασφαλώς δεν έχει μελετήσει Βολταίρο. Δεν ρώτησε τον Αλεξ πώς θά ’πρεπε να γίνει μάνα και τί βιβλία να διαβάσει, άσε που φημολογείται πως ανερυθρίαστα ενώπιόν του διεκδίκησε βραβείο μυθιστορήματος. Η ζωή μοιάζει να διδάσκεται στα πανεπιστήμια, να προκύπτει από τα βιβλία, να δικαιώνεται μόνο απ’ τη μονόπαντη μελέτη, τη σημαιφορία κάποιων -ισμών. Ζητά άδεια για να κινηθεί. Η άδεια δίδεται, ας μην το ξεχνούμε, μόνο από διανοουμένους. Ο Ιωσήφ ο ησυχαστής «δεν είχε πάει σχολείο παρά μόνο μέχρι τη δευτέρα δημοτικού. Χρησιμοποιεί ένα ιδιάζον γλωσσικό ιδίωμα…» «Οι άγιοι δεν έχουν τίποτε (Εύγε ! Πώς το κατάλαβες; Μονάχα ζουν.)να μας μάθουν. Τους αρκεί να επαναλαμβάνουν πράγματα γνωστά.», «Οι μοναχοί είναι συναισθηματικοί. Κλαίνε πολύ…» (Αμάν, ζητώ ταπεινότατα συγνώμη εκ μέρους τους που δεν ζήτησαν την άδεια απ’ τη Sorbonne και αποσιωπώ, ντροπιασμένος, τα τρία διδακτορικά του Βαμβακάρη).
Αν δε καμιά μαμά κάνει το απονενοημένο κι ανάψει κάνα κερί στην εκκλησιά, πεθαίνει από τον τρόμο μπροστά στη φιλελεύθερη και διαφωτιστική πρόγκα που αναμένει να εξαπολύσει ο μέγας καθαριστής των αποβλήτων της ζωής μας. Διότι, άγιος για τον μεταμοντέρνο-μεταπαρακμιακό συγγραφέα μας είναι ο ηθικά ανεπίληπτος, ο αρετολογικά λαμπικαρισμένος και ως εκ τούτου αξιόμισθος. Ο άψογος εφαρμοστής και εκτελεστής ενός κώδικα συμπεριφοράς που στηρίζεται σε νομικιστική βάση («θεωρούν άγιο έναν άνθρωπο ο οποίος έσφαξε το γιό του» κ.τ.λ κ.τ.λ). Ούτε να φαντασθεί ο μυθιστοριογράφος του μ.Χ. πως πρόκειται για άθλημα ερωτικό…
Ωστόσο, οι του δικού μου συναφιού έχουν κορώνα στο κεφάλι τους έναν αξιοθρήνητο ληστή που αριστοτελικώς δεν παίζεται.
Πνίγομαι, μωρέ καλό μου παιδί Βασίλη, όταν σ’ακούω, σε μια νευρωτική καθαρότητα και αποφλοίωση.
Το Όρος…οι καλόγεροι…τα φράγκα… «Μα είναι επάγγελμα αυτό, να παρακαλάς;», «Ο Θεός δεν αγαπά τη φιλοσοφία». (!!)
Θαρρώ πως ο ελεύθερος αφήνει τον άλλο να πεθάνει όποιον θάνατο προτιμά. Ο καθαρεύων-εκτελεστής τον αποτελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Είναι σωτήρ (Θεέ μου φύλαγέ μας, σώσε το παιχνίδι σου!) του κόσμου και των φτωχών αστόχαστων ημών (Αχ, το αναχρονιστικό και ανυπόφορο για την καλλιέργειά σου άβατο του Όρους…Άστο ρε Bill να ψοφήσει μόνο του σαν έφτασε η ώρα του, μπα σε καλό σου ! Τι πολιτισμική ευθανασία είναι τούτη !).
Την πάτησες όμως Βασίλη, χοντρά καθώς φαίνεται, με τη λυδία λίθο της γλώσσας («μιλώντας μια οποιαδήποτε γλώσσα, μιλάμε ταυτόχρονα και μια ξένη γλώσσα»). Δυστυχώς, ανεπίγνωστα κι ανυποψίαστα για σένα, η μανιχαϊκή καθαρότητά σου έφαγε γλωσσσολογικό χώμα, μια που και το ιδεολόγημα (κατά την περίπτωσή σου) ελληνισμός καθίσταται μιγαδικό και σύμμικτον φαινόμενον.
Τα ψηλά κρεβάτια είναι για μανιώδεις εραστές. Και το πιο βαθύ παιχνίδι της ζωής εκεί συνουσιάζεται, εκεί δημιουργείται. Σ’ αυτά ο κόσμος συγκρατείται, συνέχεται. Οι Basils, ελλειμματικοί, ανέραστοι, συμπλεγματικοί, ας περιοριστούν σε βραβειάκια για τις παλαιομοδίτικες κοτσάνες που γράφουν (τουλάχιστον ο αφηγηματικός του τρόπος να διέσωζε μιαν έκπληξη απρόσμενης ομορφιάς, απείρως ταξιδευτικής, μακριά απ’ τα χαβούζικα νερά της αφηγηματικής του κυρα-κατινίστικης καθημερινότητας…) και στις σκελεθρικές διανοουμενίστικες κουβεντούλες και συνεντεύξεις με χαριτωμενιές ή ας κοιτάξουν, εύχομαι, να ασκηθούν στον απροϋπόθετο, ασυστηματικό ερωτα (μια κι η ζωή τελειώνει) μήπως μάς προκύψουν, τελικά, εραστές και ανακουφιστούμε.
Όμως δεν είμαι τσακωνιάρης. Είμαι πρωτίστως παιχνιδιάρης. Κι αφού γουστάρω τζερτζελέ και όχι νταηλίκια, θα συμφωνήσω καλέ μου αγραμματούλη και συντάσσομαι ταπεινά στο πλευρό σου όσον αφορά στον Μπέκετ και στον επιδαύρειο Γκοντό. Του αξίζει. Έχεις απόλυτα δίκιο. Φιλιά. Φιλιά. Φιλιά. Και μόνο φιλιά.
ΣΤΆΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΕΧΩ ΗΔΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ!Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ. ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΒΡΗΚΑ ΤΟ SITE. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή