Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Από το θεατρικό έργο του Στάθη Κομνηνού : "ΝΥΧΤΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ" τεσσάρων συνδυαστικών μονολόγων


ΜΑΡΙΑ

(Βρίσκεται στο χώρο του κήπου, όπου τη βλέπουμε να φορά ένα φαρδύ λινό άσπρο παντελόνι κι ένα λευκό πουκάμισο, δεμένο στη μέση, με τα μανίκια γυρισμένα. Εχει πιασμένα τα μαλλιά της. Στον κήπο υπάρχει ένα ποτιστήρι. Οι κινήσεις της είναι ήρεμες, κάπως αργές, με μια αριστοκρατικότητα. Τη βλέπουμε να ποτίζει και να περιποιείται τα λουλούδια. Σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη ρεαλιστική ενέργεια των ηρώων του έργου, από το ποτιστήρι δεν βλέπουμε να πέφτει νερό. Ακούγεται για λίγο η μουσική του τέλους του μονολόγου του Πέτρου κι ύστερα παιδική μουσική, με απότομες παρεμβολές ηχητικής έντασης από συμφωνική μουσική)

( Παύση. Μέσα σε σιωπή ποτίζει τα λουλούδια, με μια τρυφερή διάθεση, που να δηλώνει όμως στιβαρότητα, και μια παράλληλη «λήθη» του τραύματος. Υστερα λέει )
Καλημέρα στα παιδιά μου, Καλημέρα στα μικρούλια μου….
Αδερφάκια της χαράς μου, Αδερφάκια της μοναξιάς μου,
Χαδάκια της θλίψης μου... Καλημέρα.
Δροσιά ερωτοτροπεί το στοματάκι σας’
(Σε στοχαστική ανάμνηση) Ποιος ξέρει, νά’ ναι η γλυκόπικρη εκείνη της τελευταίας μέρας ;
Γεύση φωτιάς και νερού στα χείλη’ για πάντα (τονισμένο).
Αχ, καρδούλες μου, συνήθειο το’ χει ο ήλιος καθώς φαίνεται να καίει και να φωτίζει….
Και η σκιά’ συνήθειο καθώς φαίνεται το’ χει να δροσίζει και να παγώνει (η τελευταία λέξη με οδύνη ).
΄Ετσι κι εκείνος.
Με κοίταξε βαθιά στα μάτια
- ο μήνας Αύγουστος, όταν πλέκεται αραχνοϋφαντη στο σώμα μας η θλίψη κι ύστερα εξοντώνεται, απ΄ την απόλυτη υπόσχεση του
φεγγαριού –
σφράγισε με τα χείλη του τα δικά μου
- ακούς εσύ μικρό τριανταφυλλάκι ; Νιώθεις ; -
για να βραχεί ο χωρισμός, να δροσιστεί η Σαχάρα του’ κι ύστερα, καίγοντας την ζωή μου σαν ήλιος Ιουλίου – τι ειρωνεία ! -, πρόφερε το σ’ αγαπώ, σ’ αγάπησα (με οδύνη πού προδίδει ταυτόχρονα ελαφρύ σαρκασμό) ,
Αντίο.
[Η Πανδώρα στρέφεται έντρομη προς το μέρος της ]

Ε, γαρδενάκι εσύ της μέθης, ακούς ; Ακούς ; Έφυγε για πάντα (τονισμένο).
Γιασεμάκι εσύ της πρόσκλησης ; Γιασεμάκι της γητειάς …
Τον γνώρισα σ’ ένα γραφείο. Στα πρώτα χρόνια του εκδοτικού οίκου. Τότε, που η διεύθυνσή του ήταν μια πίστη (τονισμένο) σ’ ένα όνειρο, όνειρο με δόντια τίγρης όπως πάντα, που μ’ απαιτούσε ολόκληρη. Και να, τη μέρα εκείνη, ξεστράτισε στην πόρτα μου ένα δεύτερο όνειρο !
(Με αυτοσαρκασμό) Καθώς φαίνεται, ο πληθωρισμός στα όνειρα είναι το πρώτο βέβαιο σημάδι του αποδεκατισμού τους.

[Ο Πέτρος καγχάζει με ύφος νικητή ]

Μπήκε στο γραφείο με μια διστακτικότητα, σχεδόν συστολή. Όμως στο βάθος το’βλεπα, ήταν φανερό, ολότελα περήφανος, σχεδόν ακατάδεχτος, με μια έπαρση για κάτι ιδιαίτερο που τον ξεχώριζε και μιαν αδιαφορία για οποιαδήποτε έκβαση…
Η πρώτη του ποιητική συλλογή…
Τα μάτια του τά ’λεγαν όλα.
Κατάλαβα αμέσως, πως τον ήξερα πριν γεννηθεί ακόμη ο χρόνος.
Τρελό, μα ολωσδιόλου φυσικό θαρρώ: συνάντησα την Μαρία, εμένα την ίδια, στο πρόσωπό του.
Ανέτειλε η ομορφιά ή αυτό που σ’ άλλη γλώσσα θα λέγεται νομίζω δίχτυ (τονισμένο).

[Η Πανδώρα στρέφεται και πάλι κουνώντας με νόημα το κεφάλι]

Η ομορφιά …Φουσκωμένο πανί ιστιοφόρου… που καταποντίζεται.
Τ’ ακούς Λουϊζα της νοσταλγίας; Ακούς ;
Κι εγώ τώρα εδώ. Μόνη.
Σ’ αυτόν τον κήπο, στην ευφορία μιας Εδέμ πού… αγκαλιάζει την κόλαση.
Εγώ, ακριμάτιστη, αθώα, που ξέρω πια πώς ο Θεός με πρόδωσε, Αυτός αμάρτησε…
(Τραγικά με αυξανόμενη ένταση) Πότισε τα, άλλαξε το χώμα, κόψε τα κοτσάνια, λες και κάτι στο τέλος θα περισώσεις, λες κι ο μαρασμός τους, η προδοσία θ’ αποφευχθεί, λες και τούτη η γενναία αγάπη θα’ χει στο τέλος κάποιο αντίκρισμα…
Ίσως να καταντά βλακώδες τελικά. Μια βολική, κι απ’ την πολλή χρήση ξεθωριασμένη, πορνική (τονισμένο) συνήθεια.
Έτσι για να κερδίζουμε μια νάρκωση,
- τ΄ακούς τριανταφυλλάκι ; -,
να ζούμε μια θολή ηρεμία στιγμών παρηγοριάς, να ξεγελιόμαστε από την αυταπάτη της ομορφιάς…
Τώρα όμως, το’μαθα το παιχνίδι. Τώρα τους μοχλούς τους κινώ εγώ. Χα, χα ! (με κάποια σκληρότητα).
Τώρα είστε στην εξουσία μου. Τ’ ακούτε μικρά χαριτωμένα τέρατα; Υποχθόνιοι τύποι, γεμάτοι φως και ομορφιά…
Δανείζω το σώμα μου στα χάδια σας,
- καλά να πάθετε κυκλαμινάκια της στοργής – στα χάδια σας, που τα ρυθμίζω εγώ. Στην επιθυμητή δοσολογία.
Με κλέβει η ομορφιά σας, όσο εγώ της το επιτρέπω. Τα πάντα είναι αρμονικά. Με τη δική μου αρμονία.
Αποφασίζω πότε θα φύγω, πότε θα με καλημερίσετε, πότε θα σας χάσω, ναι, ναι, πότε θα σας χάσω.
Ακόμη κι η απώλεια δουλεύει για μένα. Ολόκληρο σενάριο.
Τ΄ ακούω καθαρά, - μη μου κρύβεσαι, σ΄ ακούω πασχαλίτσα
της χαράς - : «ξέρεις μανούλα, πρέπει να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι”.
Μα βέβαια, καρδούλα μου, βέβαια. Το ξέρω.
Για μένα το κάνεις. Θέλεις να σε δω του χρόνου, πιο ωραία, πιο δυνατή…
Παλιόπαιδα, τώρα πια δεν είστε ο κόσμος μου.
Εγώ είμαι ο κόσμος σας.
Ανοίγεις τα πεταλάκια σου’ μα βέβαια, αγκαλίτσα στη Μαρία.
Τα κλείνεις’ την αποκοιμίζεις τρυφερά.
Φυλλορροείς’ μα βέβαια, της φτιάχνεις φόρεμα, τη στολίζεις…

(Αφήνει το ποτιστήρι και τα κοιτάζει από μικρή απόσταση)
Ετσι είναι βλαστάρια της Αλήτισσας. Απαιτητικοί τύποι, όπως όλοι οι εραστές όταν τους πιστεύουμε.
Πήρατε το μερτικό σας για σήμερα…
(Υποχθόνια) Υπάρχουν όμως ερωμένες, που ξέφυγαν το δίχτυ της πίστης κι ελάχιστα συναλλάσονται με … απαιτήσεις.
(Φεύγει απ΄το χώρο του κήπου και μπαίνοντας ξεκουράζεται για λίγο στο γραφείο του Πέτρου, που πια είναι όμως δικό της γραφείο, όπως και όλο το σπίτι, περιεργαζόμενη τη λευκή λήκυθο και κοιτάζοντας τη φωτογραφία του αγαπημένου της).

[Ο Πέτρος, έχει μεταφερθεί στο χώρο του κήπου, όπου αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα την ανοικειότητά του, την έκπληξη (κάτι σαν ρωγμή στη λογική του) και τη συγκρατημένη, αφανέρωτη και στον ίδιο σχεδόν, αγωνία του. Κοιτά εχθρικά και περιφρονητικά τα λουλούδια, κάνοντας ταυτόχρονα κινήσεις λες και βρίσκεται σε φυλακή, απ΄ την οποία ζητά να δραπετεύσει. Οι κινήσεις αυτές, στους φανταστικούς τοίχους της φυλακής του, είναι στην αρχή νευρικές. Κάθε κίνηση καταλήγει σ’ ένα τρυφερό χάδι στους τοίχους, για να ξαναρχίσει και πάλι με την ίδια εναγώνια βιαιότητα απ’ την αρχή. Η μικρή Κόρη εμφανίζεται ξαφνικά και του φορά τελετουργικά ένα ψάθινο καπέλο κηπουρού, δίνοντάς του ταυτόχρονα και το ποτιστήρι. Εκείνος το κοιτά για μια στιγμή αμήχανος, έπειτα το πετά και κάνει μάταιες και απεγνωσμένες προσπάθειες να βγάλει το καπέλο. Ο γιος του Ανδρέας, παραμένει στο χώρο του γραφείου σαν να μην υπάρχει, καρφωμένος κι ασάλευτος στην πολυθρόνα. Η μικρή Κόρη παραμένει για λίγο, κοιτάζοντας τις απέλπιδες προσπάθειες του Πέτρου να βγάλει το καπέλο και εξαφανίζεται αμέσως μετά. Μετά από λίγο, ο Πέτρος συνηθίζει το καπέλο και κινείται στο χώρο μ’ αυτό. Θα το βγάλει μόνο στο τέλος του μονολόγου, όταν θα βγει από το χώρο του κήπου ].


(Χαϊδεύει τρυφερά και με συγκρατημένη οδύνη το γραφείο) Ησουν μάρτυρας, μικρό μου στήριγμα, ορφανεμένο μου. Απλωνε πάνω σου τα όνειρά μας κι εγώ περνώντας τα χέρια μου γύρω στο λαιμό του, καταλάβαινα γιατί είχα γεννηθεί… (Μικρή παύση)
Βιαζόταν να εκδώσει τη συλλογή του.
Του πρόβαλλα επίτηδες δυσκολίες κι αντιρρήσεις.
Ετσι θα΄ χα την ευκαιρία, σε αλλεπάλληλες συναντήσεις, να τον ψυχογραφήσω και να τον κατακτήσω.
Απέτυχα και στα δυο.
Μα το κατάλαβα πολύ αργότερα…
Πρόσκληση σε δείπνο.
Το πρώτο μας ραντεβού.
Θυμάμαι τα χέρια του στο ποτήρι.
Πρόδιδαν ευγένεια, αθωότητα και κίνδυνο…
Μέσα σ΄ απόλυτη ειλικρίνεια.
Τα χέρια του… Μνήμη που ταξιδεύει ακόμη…
Θα ταξιδεύει για πάντα’
και θα ριζώνει στο τώρα, στο κάθε τώρα,
για να το πονά, να το καταστρέφει, να το θανατώνει…
Μα και τι περίεργο, να το μεθά, να το δικαιώνει,
να το γεμίζει με φως.
Εζησα τότε’ κι αυτό είναι τόσο αρκετό, ώστε να ζω – και μες στην απουσία – και τώρα. Αγγιξα για μια φορά τη ζωή, έτσι που το ρεύμα της, ηλεκτροδοτεί ακόμη την αυτοεκτίμηση και την περηφάνια μου.
Το τότε, κι ας χάθηκε, δεν πνίγηκε στο τώρα.

(Σε τραγικό ξέσπασμα, γυροφέρνει μες στο γραφείο και σπάει με μανία τη λευκή λήκυθο) Όμως πώς τόλμησες ανόητη να πιστέψεις σε μια πραγματικότητα αμετάβλητη;
Πότε μας χαρίστηκε η ζωή χωρίς τραύμα;
Με ποια εξουσία εξοστράκισες απ΄ την ψυχή σου την άφιξη της προδοσίας;
Ησουν πάντα μια καλοβολεμένη ηλίθια. Μικρές δόσεις πραγματικότητας, για να τις αντέχεις και να νιώθεις «αληθινή», και πολλά, εκατομμύρια ψέματα, για να νανουρίζεις τον κίνδυνο, να ναρκώνεις το φόβο και να ζεις ασφαλής στις κατακτήσεις σου.
Η εκλεκτή. Στην αγκαλιά του. Ένα αιώνιο βασίλειο.

(Αποκαμωμένη από την ένταση, περνά στο υπνοδωμάτιο της Πανδώρας και πέφτει βαριά στο κρεβάτι.

[Η Πανδώρα περνά στο χώρο του Πέτρου, όπου τη βλέπουμε να κάνει κινήσεις σαν να κρυώνει από πολικό ψύχος, που αποδίδεται με φωτισμούς. Είναι τρομαγμένη κι έκπληκτη. Περιεργάζεται το χώρο και ύστερα κάνει τις ίδιες με τον Πέτρο, (όπως περιγράφηκαν παραπάνω), απεγνωσμένες κινήσεις να ξεφύγει, λες και βρίσκεται σε φυλακή. Αρπάζει ένα μαύρο μακρύ ρούχο (ράσο), το οποίο υπάρχει, χωρίς να φαίνεται καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου, σε μια γωνιά του γραφείου. Μοιάζει σαν να ακολουθεί το ίδιο της το ξόδι, δείχνοντας πως εισέρχεται σε χώρα θανάτου. Παριστάνει τη νεκρή και κάνει παράλληλα μιμητικές κινήσεις και εκφράσεις μανιάτικου μοιρολογιού]

Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. Απλώνει το χέρι στο κομοδίνο και παίρνει την πρώτη ποιητική του συλλογή. Ξεφυλλίζοντάς την, την ακούμε να μιλά ακατάληπτα στην αρχή κι έπειτα να λέει υποβλητικά χαϊδεύοντας το κρεβάτι και μιλώντας του)
Φιλοξένησες, μικρό μας καράβι, την ανάσα δυο πόθων που λεηλατούσε το μέλλον και κατέληξε παγωμένος ρόγχος θανάτου…
(Σταματά στην πρώτη σελίδα με την αφιέρωσή του σ΄ αυτήν)
(Σαρκαστικά) Στη Μαρία…Ένα ποίημα ολότελα δικό μου : «Πράσινος Νόστος»…

(Αφήνει βαριά να πέσει το βιβλίο από το χέρι της στο κρεβάτι)

( Ο φωτισμός αλλάζει. Η μικρή Κόρη, με χορευτικές κινήσεις μπαλέτου, βγαίνει από δεξιά, τριγυρνά στο χώρο και στο υπνοδωμάτιό της, της χαϊδεύει τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια και ξεγλιστρά πάλι σα φίδι, με χορευτικές κινήσεις, στους άλλους χώρους. Ο Αγγελος-Ποιητής απαγγέλει, συνοδεία μουσικής, το ποίημα «Πράσινος Νόστος» :

Πράσινος νόστος δέσμιος στα κύματα της κόμης
Γλαυκή του ύπνου κίνηση, βοή υγρή της στάσης
Θροϊζει στην απόσταση το φύλλωμα του στήθους


Πράσινος νόστος δέσμιος στην κόψη του παλμού του
Χαράζεται ο θάνατος απ΄ τ΄ αναφιλητό του
Και τρικυμίζει τ’ όνειρο θάλασσα αποσταμένη

Πράσινος νόστος δέσμιος στα κύματα της κόμης
Πράσινος νόστος δέσμιος στην κόψη του παλμού του

με σταθερά κι αργά βήματα στο προσκήνιο και κάνοντας στάσεις, που σχηματίζουν κύκλους οι οποίοι μεταβάλλονται σε σπείρες, σε κάθε επιμέρους χώρο του σπιτιού, καταλήγει στον κήπο όπου προφέρει τα τελευταία λόγια θωπεύοντας τα λουλούδια. Η μουσική, τη στιγμή εκείνη, εκδηλώνεται με μεγάλη ένταση)



(Όταν η μουσική τελειώσει και αφού έχουν αποχωρήσει ο Αγγελος-Ποιητής και η μικρή Κόρη, ακούμε τη Μαρία σε ήρεμο τόνο να λέει:)
(Ανακάθεται στο κρεβάτι) Εφτά χρόνια μαζί. Εφτά ολόκληρα χρόνια. Ο εκδοτικός μου οίκος είχε πια στέρεες βάσεις.
Εκείνος είχε καταφέρει να τον υπολογίζουν στο ποιητικό δυναμικό του τόπου.
Τα πάντα έδειχναν πως είχαμε αποικήσει στη χώρα των ονείρων μας. Κι εγώ είχα μια δεύτερη, σπουδαιότερη αποικία απ΄ την πρώτη.
Είχα εκείνον.
(Φεύγει απ΄ το κρεβάτι και κάθεται στο πάτωμα)
Από την πρώτη στιγμή ήξερα πως έκοβα ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή.
Η αποικία αυτή θα γινόταν η πατρίδα μου, η μοναδική μου πατρίδα, για πάντα (τονισμένο).
(Ξαπλώνει στις μαξιλάρες)
Αργότερα έμαθα πως η αγκαλιά μιας πατρίδας,
κάθε πατρίδας, υπόγειας, ανήλιαγης και μικρής’
φωτεινής, καταπράσινης και βαθύκολπης, μπορεί να γίνει κλοιός, φίδι γύρω απ΄ το κορμί σου και να σε πνίξει.
Να σου χαράξει μαεστρικά τις φλέβες, στραγγίζοντας τη ζωή μέσα σου…
[ Η Πανδώρα την κοιτά με τρόμο ]

(Ξεσπώντας και πετώντας την ποιητική συλλογή)
Κάθαρμα, κάθαρμα…
(Χλευάζοντας) Η ποιητική του συλλογή …!
Χαρίζοντας ένα αυτόγραφο πάνω στην καταραμένη τούτη συλλογή, γνώρισε εκείνην. Γνώρισε τη δολοφόνο μου.
(Κατεβαίνει από τη σκάλα στο προσκήνιο)

Που της άρεσε, χα, χα, χα (με σκληρότητα), όπως σ΄ εμένα ο «Πράσινος Νόστος», τα Βρανδεμβούργια του Μπάχ, η Τζοκόντα του Χατζιδάκι, η Linz του Μότσαρτ.
Μου έκλεβε εμένα την ίδια. Εκείνη… εμένα !
Και μ΄ έκλεβε μαζί του ! Ξέσκιζαν μαζί την αθωότητά μου.
Από τώρα πια, το φως προικιζόταν με κάτι πονηρό, σκοτεινό.
Η θάλασσα καιροφυλακτούσε να με καταπιεί.
Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν πια’ σίγουρα κορόιδευαν ορχηστρικά τη ζωή μου …
Τηλεφώνημα στο γραφείο :
«Ελα, Μαράκι. Ο Απόστολος είμαι. Τι γίνεται ; Πώς πάει ;
Πώς πέρασες το Σαββατοκύριακο ;»
Δώδεκα χρόνια φίλος. Καθάρματα. Ξέρω πια, ξέρω.
Σίγουρα, όλο αυτό το ενδιαφέρον για να κρατήσω την επιταγή μέχρι την Τρίτη…

(Ανεβαίνει τρέχοντας στο υπνοδωμάτιο, αγκαλιάζει το κρεβάτι, διπλώνεται απ΄ τον πόνο, στριφογυρνά πάνω του, τραβά κι ανακατώνει τα σεντόνια και τέλος τα ρίχνει κάτω)
(Σε παραλήρημα) Σφυριά στους κροτάφους μου, γκρέμιζαν τις επάλξεις του νου μου. Σεισμός.
(Σε απόγνωση και βαθύ παράπονο) Κρεβατάκι, πώς άντεξες ν΄ ακούς τα κρυφά τους τηλεφωνήματα, τις εκμυστηρεύσεις, τους πόθους ; Συνεργός, συνένοχος…Αγκάλιαζες το κορμί μου για ν΄ αποκοιμίσεις την ψυχή μου και μετά, μεθυσμένο από λαγνεία, εσύ, εσύ, τους προσκαλούσες να με διαγράψουν πάνω σου…
(Υποβλητικά) Τρέλα. Όλα. Ραγισμένα όρια. Μάτια που πυροβολούν το κενό.
(Μικρή παύση)

(Με συνοδεία εφιαλτικής μουσικής, σαν να υποκρίνεται η ίδια το δήμιο του εαυτού της)
Το γέλιο της ζωής μαστίγωνε ανελέητα τα όνειρά μου. Εμπαιγμός ;

(Από την πόρτα-καταπακτή που υπάρχει στο υπνοδωμάτιο, εισέρχεται με δαιμονική μορφή ο Αγγελος-Ποιητής, μέσα σε εφιαλτικούς φωτισμούς)

(Η Μαρία δείχνει σαν να βιώνει εσωτερικά αυτό που εμείς βλέπουμε)
(Ο Αγγελος-Ποιητής γελά ανατριχιαστικά)
(Σατανικά) Χα, χα, χα.
(Η Μαρία κλείνει τ’ αυτιά της)
(Ο Αγγελος-Ποιητής με φωνή σαν να βγαίνει από μεγάλο βάθος)

Ανόητη, πίστεψες, πίστεψες…
Αγκιστρώθηκες στο ανύπαρκτο και τώρα ξεσκεπάστηκαν τα πάντα.
Ανόητη, πίστεψες, πίστεψες…(με το ίδιο βάθος φωνής)
(Σατανικά, μ’ ένα ανατριχιαστικό γέλιο) Χα, χα, χα.
Τα πάντα έχουν δυο όψεις, ανόητη. Για να πονούν.
Πώς αλλιώς δεν θα πλήτταμε;
(Η δαιμονική μορφή εξαφανίζεται)

(Η Μαρία αποκαμωμένη ξεκολλά τα χέρια απ΄ τα αυτιά λέγοντας)
Στο ράλλυ της ζωής, η φόρμουλα ένα του πόνου καταργεί το χώρο και το χρόνο.
Διαγράφει μόνο κύκλους και τ΄αγκαλιάζει όλα, όλα, όλα…(τραγικά και με απόγνωση).
(Σε ήρεμο τόνο και με συμπόνια)
Δυστυχώς, η δόλια η χαρά, αναπηδά με ελλειπτικά περιγράμματα. Θα΄ ναι για πάντα μετανάστης. Ξένος.
(Κραυγάζοντας) Με πρόδωσε…
Συσκότιση μέλλοντος.
Και στο παρόν τίποτα πια ίδιο. Τα πάντα εγκλωβίστηκαν στην επικράτεια του παρελθόντος τους. Οσμίζομαι γύρω τους την απουσία μου και τη δική σου.
Πώς κατάφερες να συσκοτίσεις τα πρόσωπά μας; Πώς άντεξες ; Πού στάθηκες ; Πώς γίνεται τα χέρια μου , τα χείλη μου , ν΄ αγγίζουν και να φιλούν άλλη ;
Ανυπότακτο εσύ, εγώ, εσύ…κάνεις του κεφαλιού σου ; Επιτέλους τα νήματα που΄δεσαν τις ζωές μας δεν συγκράτησαν τίποτε ; Κοροϊδία όλες μας οι πράξεις.
(Τραγικά) Ω, αν εσύ, εσύ, εσύ, μέθυσες σ΄ άλλο σώμα , αν ταξίδεψες γι΄ άλλο λιμάνι, αν αποίκησες σ΄ άλλο τόπο , τότε εγώ, εγώ, δεν είμαι (με υπέρτατη ένταση) πια.
Δεν με λένε Μαρία.
Ναυτία όλη μου η ύπαρξη. Εδαφος δεν υπάρχει να ριζώσει τίποτα.
Ραγισμένα, έκπληκτα μάτια κοιτούν τα χέρια μας και κρυώνουν.
(Αποφασιστικά) Καληνύχτα τότε σε όλα. Δίχως ξημέρωμα.

(Περνά στο σαλόνι της Ξένιας. Συνοδευόμενη από μια τρυφερή μουσική υπόκρουση, βάζει ένα ποτό στο μπαρ, τριγυρίζει για λίγο στο χώρο και στέκεται έπειτα στο παράθυρο. Τη βλέπουμε προφίλ)

[Η Ξένια εισέρχεται στο χώρο της Πανδώρας, όπου κάνει τις ίδιες ακριβώς κινήσεις μ’ εκείνες του Πέτρου, (όπως περιγράφηκαν παραπάνω), σαν να βρίσκεται σε φυλακή. Λίγο αργότερα εμφανίζεται η μικρή Κόρη ξαφνικά. Σπρώχνει βίαια την Ξένια στο κρεβάτι, όπου της βγάζει το πουκάμισο και το παντελόνι και την αφήνει να φορά μόνο το εσώρουχό της, ένα ολόσωμο δαντελένιο κορμάκι. Επειτα εξαφανίζεται ]
Πήρε τα πράγματά του απ΄ το σπίτι και τα βιβλία του.
Καθένα κι ένα πυρωμένο μαχαίρι που μου ξέσκιζε τα σπλάχνα. Απέσυρε τον εαυτό του με κάθε σελίδα που περνούσε το κατώφλι της πόρτας. Κι έτσι, κομμάτι-κομμάτι, τεμάχιζε το φως όλης μου της ζωής, βυθίζοντάς την στο φαιό χρώμα της ναυτίας απ΄ όλα, όλα…

[Η μικρή Κόρη εμφανίζεται και οδηγεί την Ξένια, με απαλές κινήσεις, στο γραφείο του Πέτρου, όπου εκείνη δείχνει μιαν οικειότητα και αδιαφορία, μ΄ ένα μείγμα ανταγωνιστικότητας. Ερευνά για λίγο, σαν κατάσκοπος, το χώρο περιεργαζόμενη τα χαρτιά, το διάγραμμα ανάπτυξης, τις ακριβές πένες. Η Πανδώρα περνά στο χώρο του κήπου ]

(Παύση. Μουσική υπόκρουση. Κοιτάζοντας ίσια πέρα απ΄ το παράθυρο)
Ισως ένιωσα λιμάνι την ανοιχτή, τρικυμισμένη θάλασσα…
(Γυρνώντας πρόσωπο με πρόσωπο στους θεατές)
Λάθος εκτίμηση ; Πίστη σ΄ αυτό το λάθος ; Ε, και ; Δικαιολογεί τον όγκο της τιμωρίας ;
(Περιφέρεται στο χώρο)
Στη θάλασσα που μας ρίξανε, πειραματιζόμαστε στο σκοτάδι με κωπηλάτη τον πόνο. Μου χάρισε το ταξίδι.
(Ξανά προς τους θεατές) Ξεδιαντροπιά να ζητώ περισσότερα ; Λάθος μου που αφέθηκα ; Γίνεται αλλιώς ;
(Διπλωμένη στον καναπέ) Αποκοιμήθηκα στο μαξιλάρι της κατάκτησης’ της δικής μου ή εκείνης που μου χάρισε ;
(Ξανά προς τους θεατές με αλλεπάλληλες κινήσεις) Πώς μετριέται η αποτυχία, η προδοσία; Κι αλήθεια, ποιος πρόδωσε απ΄ τους δυο μας; Εγώ, με΄ κείνη την καταραμένη έκτρωση που του έκρυψα – έστω κι αν τό΄κανα για να μείνει απερίσπαστος στο έργο του – και βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω να ζω δίπλα του, ή εκείνος που ομολόγησε την υποταγή του στη γοητεία κι έφυγε μακριά ;
(Στο προσκήνιο γονατιστή, με μανία και τραγικότητα) Τι σημαίνει επιτέλους προδοσία ; Λέξη ετοιμοπαράδοτη για σπίτι προκάτ;

(Μικρή παύση. Μουσική. Με παιδικότητα, απόκοσμη τρυφερότητα κι ένα αίσθημα γενναιότητας)
Αλλόκοτο, όμως ανακαλύπτει κάποτε κανείς την αντοχή ή την αποκοτιά να ζει (τονισμένο) και πέρα από την ψυχή του’ χωρίς να την ξεκαρφιτσώνει απ΄ τον παλμό της κάθε του στιγμής.

(Περνώντας από το διάδρομο, που βρίσκεται δίπλα από το καθιστικό της Ξένιας, ανεβαίνει αργά τη σκάλα που οδηγεί στο υπνοδωμάτιο της Πανδώρας και εισέρχεται στο χώρο)
Οπου και να ΄σαι, καλό σου ταξίδι, καρδούλα μου…
Και πέρα μακριά, που η ανάσα μου σε χάνει…ψυχή μου
Και μες στα σπλάχνα μου, που κρύβεσαι στης λαχτάρας μου το φως…
Ψυχή μου…, εγώ, εσύ, εγώ… ;
Καρδιά μου
Καλά πανιά…
Λες να υπάρχουμε και πέρα απ΄ τα όνειρά μας ;
Αγάλματα, με φλέβες κόκκινες, να περιπολούν στο κενό…
Ας είναι.
Ανάσα μου, υγρή μου ηρεμία…
Ψυχή μου, ψυχή μου…Καλοτάξιδη
Γίνεται θάλασσα μονάχη; Γίνεται ;

(Με τα τελευταία αυτά λόγια, φωτίζεται έντονα η γόνδολα στο χώρο της Ξένιας και χαμηλώνει κάπως το φως στο δωμάτιο της Πανδώρας. Ακούγεται παιδική μουσική παράλληλα με εκείνη που βγαίνει από τη γόνδολα. Επειτα γίνεται μια ολιγόλεπτη συσκότιση για να ξεκινήσει το χορικό του τέλους)

(Μετά τη λέξη προκάτ και καθώς το έργο βαίνει προς εντελή κατάληξη, ο Πέτρος παραμένει στο χώρο του κήπου σαν αόρατος από την Πανδώρα. Η μικρή Κόρη εμφανίζεται στο χώρο του Πέτρου και οδηγεί από το χέρι την Ξένια στον κήπο, ενώ παράλληλα βαστά στο άλλο χέρι τα ρούχα της. Εκεί τη ντύνει και βγάζει το καπέλο του Πέτρου. Οταν, ξεπροβάλλει η Ξένια στο χώρο του κήπου, συντελείται στον ίδιο χώρο για πρώτη φορά η συνάντηση των τριών προσώπων. Τότε και μόνο δείχνουν πως γίνεται αισθητή η παρουσία του ενός στον άλλον. Κοιτάζονται αμήχανα, σαν αγάλματα, με την αίσθηση ότι αντικρύζουν το είδωλό τους στον καθρέφτη συν ένα ακόμη πρόσωπο. Επειτα πλησιάζουν με μικρά, αργά αλλά σταθερά βήματα, αγκαλιάζονται μέσα σε θωπείες κι έναν αλλόκοτο συμφυρμό και τέλος απωθούν βίαια ο ένας τον άλλον. Στέκονται για μια στιγμή απολιθωμένοι κι έπειτα η Πανδώρα παραμένει στο χώρο του κήπου, η Ξένια καταφεύγει τρέχοντας στο χώρο του Πέτρου κι ο Πέτρος, οπισθοχωρώντας σαν να απειλείται από πιστόλι, περνά διαδοχικά από τους εσωτερικούς χώρους των άλλων προσώπων και καταλήγει αμήχανος, καταβεβλημένος και μ΄ ένα αίσθημα σωτηρίας στο χώρο της Ξένιας, αφού τον έχει εγκαταλείψει η Μαρία. Επειτα από τα καταληκτικά λόγια της Μαρίας, η τελευταία βγαίνει, σε μια ιερατική έξοδο σαν από κλίμακα ναού, στο προσκήνιο από το χώρο της Πανδώρας και οι υπόλοιποι από τους χώρους στους οποίους βρίσκονται. Στην έξοδο αυτή, η Πανδώρα πετά από πάνω της το μαύρο ένδυμα.
Τότε επιτελείται το εξόδιο χορικό, που δίνει άλλοτε την αίσθηση ενός και μόνου χορού και άλλοτε δύο ημιχορίων. Όταν τα ημιχόρια γίνονται ευδιάκριτα με βάση τις ίδιες τις κινήσεις τους, ο Πέτρος σχηματίζει το ένα ημιχόριο με την Ξένια και η Πανδώρα με τη Μαρία το άλλο (χιαστί).
Στις δύο γωνίες της σκηνής, στην αρχή του χορικού, προβάλλουν ο Αγγελος-Ποιητής (που κρατά πάντοτε το ομοίωμα καραβιού στο χέρι) και η μικρή Κόρη, βαστάζοντας αναμμένους πυρσούς στα χέρια. Μένουν μέχρι τέλους ασάλευτοι και κοιτούν καταπρόσωπο τους θεατές.
Από την αρχή του χορικού επικρατεί συσκότιση στη σκηνή και ο φωτισμός συντελείται μόνο από τους αναμμένους πυρσούς τους, που συνοδεύονται όμως από αιφνίδιες λάμψεις προβολέων πάνω στα πρόσωπα των τεσσάρων. Με την τελευταία λέξη του χορικού ένα εκτυφλωτικό λευκό φως κατακλύζει τη σκηνή).




(Χορός)
Μια αγκαλιά λικνίζει τις ζωές μας
Μια αγκαλιά
Και τις απλώνει
Μια αγκαλιά
Με φωτιά, με νερό, με τσεκούρι
Μια αγκαλιά
Περ΄ απ΄ τις όχθες που οι πόθοι μας στήνουν
Μια αγκαλιά

(Η μικρή Κόρη, κοιτάζοντας ασάλευτη τους θεατές, τραγουδά το «Πουν΄ το, πουν΄ το το δαχτυλίδι… Ψάξε» - έτσι ακριβώς ελλειπτικά -, άλλοτε με τη φωνή της να ξεχωρίζει απ΄ το χορό κι άλλοτε να συμφύρεται (αρμονικά) μαζί του)
(Στη αποκομμένη από τα συμφραζόμενά της λέξη «Ψάξε», ο χορός επαναλαμβάνει την ίδια λέξη με υποβλητικότητα και δυναμισμό)

Ο ένας πολλοί
Μα κι οι πολλοί ένας’
Ασάλευτος, ζυμαρένιος, βρέφος πρωτόπλαστο
Ταξιδεύω με βήματα άλλων
Πού ΄ναι λεγεώνες εγώ

Υπνος βρέφους συνοδοιπορεί
Με το αίμα που γεννάνε τα χέρια μου
Α… Γύμνια
Α…Φωτιά
Αθωότητα που κοιμάσαι στο φόνο…
(Η Μικρή Κόρη τραγουδά μόνο τη φράση «Α μπέμπα μπλομ…» από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι. Σταματά για μια στιγμή και τραγουδά μόνο τη φράση «γύρω-γύρω όλοι…» από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι)
(Μεταξύ αυτών των φράσεων, ο χορός παρεμβάλλει το στίχο : «Αθωότητα που κοιμάσαι στο φόνο»)

Φώναξε Χαρά, κραύγασε
Χτύπα, γκρέμισε
Να συνθηκολογείς εσύ δεν έμαθες
- Εσύ, βασίλισσα της Μοίρας –
με γκρίζα δεκανίκια αστραφτερής δυστυχίας
Χτύπα ερήμην μας
Αλίευσέ με
Θρυμμάτισε τα ισχνά μου σπιτάκια

(Η μικρή Κόρη τραγουδά, όπως προηγουμένως, το πούν΄ το, πούν΄το το δαχτυλίδι… Ψάξε)

(Ο Χορός μόνο)
Εκεί που τρίστρατα σμίγουν
Ζαριές μόνο λυτρώνουν τη μοίρα μας
Κι αν χέρι τις ρίχνει αφιλόκερδο
Που ασώτεψε στο ίδιο του κέρδος
Τότε καλό και κακό Συνουσιάζονται
Σε νυφικό κρεβάτι
Που τ΄ όνομά του
Γνωρίζει η Σιωπή μου

Γύμνια, Φωτιά

ΜΑΣ ΣΚΕΠΑΖΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕ ΣΚΕΠΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΙΝΕ
Από την ποιητική συλλογή του Στάθη Κομνηνού "ΤΡΙΑΣ ΕΞΑΠΑΤΗΣΕΩΝ", εκδ. ΔΟΜΟΣ




Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
α.
Alles ist wahr und ein Warten auf Wahres
Αμάδες είμαστε σε χέρια παιδικά
Που σκορπούν νεροποντή το παιχνίδι
Στη νύχτα ζεσταμένες απ’την ανάσα του
Πλαγιασμένες δίπλα του σα νόημα αγαθό
Ανίδεο από εγκατάλειψη
Στα πανάσπιλα παιδικά χέρια ;
Ποιός θα πεί ; Ποιός μπορεί ;
Αλήθεια Αλήθεια με πικραλίδες δεξιώνεις τούς δρομείς σου
Κάθε είδους οικουμενικό μαρ ή συνοικιακά μαρόρ
Ώστε απολελυμένοι
Εξοδούχοι ονειροπόλοι
να περιπλανιώμαστε αθίγγανοι στην έρημό σου ;
Όν παίδες ευλογείτε
Μια πρόταση άραγε η αλήθεια ή μια επίσκεψη ;

Του τριαντάφυλλου το ερυθρό πότ’ είναι ερυθρότερο
Όταν την πόρτα μας χτυπά να γίνει αγκάλη
Ή όταν μπογιατζήδες σφυρίζοντας το εξαργυρώνουν στους τοίχους;
Πειθήνια αν και ηρωικά σκύβει μια κεφαλή
Ή εξουσιαστικά προς αγαλλίαση όλων των κήπων ;
Της μέρας το φώς γλώσσα βγάζει στο όνειρο
ή ν’αντρωθεί στάζει στα χείλη του γάλα ;
Όν παίδες ευλογείτε
Αλήθεια, είν’ η αλήθεια ζυγαριά φιλιού και αγκαλιάς ;
Διαιτητής πόθων ηφαιστειογενών ;
Ταμιούχος πλαγκτογενούς ολονυχτίας
Στο λυγμικό Δέος της μορφής του ;

Έφεξε τόσο που δειλιάζω
Μη, μη, ρουφηγμένη κυκλοφορεί που σύγκορμος τρέμω
Σ ’όλες τις ομόκεντρες δίνες λιγνεύει η τελεία της
Λεωφόρος το ερωτηματικό της.
Αδιάφορον.
Επιούσια τόλμη
Α-παραίτητο Δωρικό Δείπνο για άοπλους δύο
Στρώνεται τραπεζομάντηλο θαλασσινός αγέρας


β.
Tu travailles pour monsieur Godot ?

Ακροβολισμένοι στο μαρμάρινο αμφιθέατρο
Βουτηγμένοι ακόμη στο μπαρούτι
που μονοπωλούσε τα ρουθούνια μας
(Αχ, θαλασσινέ τού γένους μας αγέρα
πόσο αραιά μάς επισκέπτεσαι ! Με πόσες μπαταριές αποδέχεσαι την πρόσκληση ! Πόσα φυσέκια αδειασμένα στα πόδια σου
μια σπιλιαδίτσα έστω το μάτι να μάς κλείσει !)
Απ’ τ’άστοχα ρεσάλτα, απ’ τ’άγονα γιουρούσια
Να γδάρουμε ίσαμε το μεδούλι το τροχοφόρο
Παλίμψηστο στοιβαγμένου θεατρικού ψεύδους
Αδιέξοδων δραμάτων, ξινισμένης κωμωδίας
Θλιβερών του σανιδιού τυχοδιωκτίσκων
Απόφοιτων του βιασμού γραφής, σκηνοθεσίας
Που σάλπιζε την αποτυχία μας αβάσταχτα
Μήπως έργο γεννηθεί αληθινό, πρωταγωνιστής αληθινός
Ισημερίας δικαιοσύνη επιτέλους να συνάξουμε Ώσπου
Ως από μηχανής Θεός από γωνία ανέλπιστη
επέφανε ίδιος με την κραυγή των σπλάχνων μας Θεατράνθρωπος
Ajeno y extrano.
Δήλωνε με παντομίμα την αλήθεια
Στιγμές-στιγμές διπλό στοίχιζε σύνδεσμο
Όλα να αληθεύουν κάθε στιγμή παντού
Έτσι που και το ψεύδος αληθινά να ψεύδεται
Όταν τις μηχανές του ανάβει
Συνεπές στη φύση τής αλήθειας του !
Αληθινή η πίστη αληθινή κι η διάψευση !

Είναι η λατρεία της νύχτας ή των ωρών της η αργή αλήθεια ;
Του φιλιού το μαρμαρωμένο φως
ή τού σάλιου του ο πνιγηρός βρόχος ;
Όν παίδες ευλογείτε
Του στασιδιού ο στενός στροβιλισμός
ή της νιότης η τυφλή νυχτωδία ;

Της τοπικής ώρας ο ανεπανάληπτος σπαραγμός
ή των δεικτών η αδιάφορη κίνηση ;
Όν παίδες ευλογείτε
Τί είναι ; Πώς ; Πώωως ; Λα-χα-νια-ζω

Διέσχισε τη σκηνή ζευγαρίζοντας ερωτηματικά σημάδια
Λιπαίνοντας το χώμα αβόλευτη αμφιβολία όπως
Οδοντογιατρός ελευθερία ξεδοντιάζει την αλήθεια
Κι έτσι φρεσκάρει το πρόσωπο
Ακάτεχο στα ψιμύθια
Στην αθλητική του απέκδυση ερωτοχτυπημένο. Αποδεκτόν.
Όμως μας πλήγωνε που χώθηκε σ’ένα ξέπλυμα αργό
στα παρασκήνια Αποχρωματισμένη να μένει κάθε του χειρονομία
Σάμπως Ελένη αερικό να βαφτιζόταν η αλήθεια
Να μοιάζει αγέννητη σ’αυτό το πολυσπόρι,
Ίδια πατημένη στον κάλο της όπως όλες οι πριν
Από την πανσθενή κωπηλασία εικονοκλάστριας φύσης.
Ξεθωριάζει η ιστορία ;
Προχωρούσαμε μ’ αρνήσεις για το Ασύλληπτο
Είμαστε μαθημένοι στα σύκα του
Το γαλάζιο δεν δεν το λευκό το μαύρο δεν
Μα τούτο πια σήμαινε εξαφάνιση ανυπαρξία
Ασυδοσία κενού
Θεατράνθρωπε,
Ψηλαφητή αλήθεια αγαπήσαμε πλάι σου
Που κοιμάται τρώει ανασαίνει δακρύζει
Σε παρατακτική ομοχρωμία θεάτρου μη ξεπέσεις !
Παρασκηνιακή φωνή ξάφνου λαλεί
«Ένα Όπως πόλης αφήνω
Αλήθεια καταβύθισης κι ανά-δυσης, βουτήχτε !
Ένα τρόπο να παίζεις δωρίζω, γι αυτόν η αλήθεια.
Δεν με κατέχεις, μ’ αντέχεις».
Κι όλοι οι άλλοι, απόρησα, τρόποι;

Δόξα τω Θεώ, συλλογίζομαι πως
Δεν πρόβαλλε ακόμη ο πάπας της λατρείας
Της αλήθειας όμως έχει πια μπαγιατέψει. (δις)

γ.
Τί εστιν αλήθεια ; …πάλιν εξήλθε προς
Ασταμάτητα κυκλοφορεί το τρένο.
Καπνοί θολώνουν, σφυρίγματα αγωνιούν αγχόνουν
Συνωστισμός παραζαλίζει, αν-αχωρήσεων αναγγελίες+ πάντα
Αφίξεων μικροποιμενικές στη χάση και στη φέξη
Ένας αποχαιρετισμός οπωσδήποτε βαφτίζεται
Καλωσορίσματα τριφύλλια τετράφυλλα
Εν κινήσει πάντα σκαρφαλώνεις. Από ποιάν έξοδο ;
Μαζί πάντα ταξιδεύεις. Συντροφικά.
Οιδίποδας ομότεχνοςστο Λάθος πάντα γαντζώνεσαι ομότροπα
Μοναδική η διαδρομή. Δεν ακυρώνεται. Δεν αυτοκαταργείται. Ούτε αλλάζει. Απαράλλακτη γεωγραφία τη βαστά.
Οπλισμένες όλες οι ευκαιρίες της
Κι η σκανδάλη τραβηγμένη καθώς σε κάθε Αλήθεια, στο σωστό !

Ο Φρειδερίκος, αμνόσχημος με χρυσά μαλλιά και μάτια αέρα
Προσανατολίζεται στο Νότο τολμηρά
Δίπλα του ο Παύλος πυρόσχημος
με κάρβουνο μαλλιά και μάτια πελάγους
Διακονικά προσανατολίζεται βορειοδυτικά Ίδια θέση ίδιο τρένο. Δύο άσχετοι προορισμοί επιβάτες στην ίδια αμα-ξο-στοιχία.
(Άριστα εξυπηρετούνται εν αγνοία κι οι δυό !)
Όν παίδες ευλογείτε
Κομματιασμένο ψωμί σύνδεσμος
ή ανάγκης τυφλής υπηρέτης απρόσωπος ;
Του μώλωπα η φωτιστική διαβεβαίωση
ή κακοφορμίσματος απωθητική απλότητα ;
Όν παίδες ευλογείτε
Η μοίρα που μάς δόθηκε με πάθος
ή η πραγματική μετατροπή της σε αμοιβάδα ;
Ψηλομύτης λιμός Μεσολογγίου ξέστηθα θεόμορφο ολοκαύτωμα
ευχερώς εξοδιάζει σε κλοιό περιγελαστικής φύσης ;
Όν παίδες ευλογείτε
Ιδιοκτήτης η αλήθεια ; Ακτήμων η λατρεία ;
-«Πού πάμε ;» Πρόσωπον προς πρόσωπον
«Το τέλος ανασαίνουμε κάθε τώρα. Στο τέρμα είμαστε, πώς ρωτάς;»
-«Τί είναι τα καθίσματα ;»
«Ποιός. Τα στήθια Της.» Εγώ ειμί
-«Τούτα τα φώτα από πού, τί ;»
«Τα μάτια της, ποιός άλλος.» «Πάψε να ρωτάς και πιές. Στο σώμα Της κινούμαστε ακίνητοι.» השמ אני
-«Κι όμως η σκοτεινή τής σελήνης πλάτη μουσειακά παγώνει τρένα»
«Ένα Σ στο Τί πρόσθεσε και απόρρητη μασάς ζωή» אהיה אשר אהיה
-«Δεκτόν. Μα πριν το Τι ένα ΟΥ ομηρικό σαν ξόρκι
ας βαστάξει τού θεοκυνηγημένου το ταμπούρι. יהוה אני
Αρχιτελώνισσα Ελένη άλλωστε καρτερεί τα νόμιμα.»
«Σςς! Άκου, έχουμε πριν ξεκινήσουμε φθάσει. Δεν πάει πουθενά. Προορισμός το τρένο.» Πρόσωπον κατά
-«Ενική για πληθυντική η σκηνική της επικράτεια ; Σπέρνεται πανικός κι ανθός του πικρή πίκρα πικρή.» ! ! ! םינפ ! ! ! פנים
«Αν ήλιος πλαγιάσει μ’όλες τις αλήθειες
στου Λάθους μου το έρεβος, στο μεσονύκτιο Ψέμα μου
αφιερωμένος Λάτρης θα σταθώ.» Εγώ ειμί
Καθώς το δέντρο γυμνώνεται
Ντύνοντας κίτρινο ξερό τη γη
Θλίψη τραγανιστή κουλουριάζεται στα δάση Όμως
Το μπαρούτι τής αλήθειας του πιότερο δεν είναι μουσκεμένο
Πώς φεύγει ο κόσμος ; Τσουρουφλισμένος.
Ενώ η αλήθεια αγαπιέται λατρεία γίνεται
Ενώ η λατρεία ξημεροβραδιάζεται αλήθεια γίνεται
Πώς ξεκινά ; Ηλεκτρισμένος.
Εμμένω στης λατρείας την αλήθεια
Εεε, ΖΕΙ λοιπόν η Αλήθεια σαν στήθος που σκαμπανεβάζει ;

Achtung ! Achtung !
Συνεπιβάτες ολόλαμπρες μάς αναμένουν ήττες
Κάτι στρόγγυλο κάτω απ’την αμασχάλη μας
Κατά τον πλου πολιτογράφησης
Κατά την έξοδο εισαγωγής θα βαστάμε
Σαν πανέρι ξέχειλο πρόσωπα αλειμμένα κιμωλία
Μικρόκοσμους τιττυβισμάτων πολυφίλητων
Που η αεροπορία μας θά ’χει σοδιάσει
Μ’όλα, μ’όλα ανεβαίνουμε μαζί
Δυσήνιες ίσως αλήθειες αν δεν εκβάλλουν στην πηγή

Achtung ! Achtung !
Συνεπιβάτες ας μην ηττηθούμε στη γιορτή
Σ’όλα των στολισμών τα ψέματα ας δοθούμε
Εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη εύφλεκτη
Θειάφι ας ξομπλιάζει τής αγάπης την αλήθεια
Αληθινότερος ο έρωτας
Γοητευτικότερο το ψέμα
Λιγωμένη νυκτωδία προτιμότερη ζωή
Φιλί Φουσκώνει η ζύμη
Πώς να σχεδιάσεις το φιλί ; Πούθε τη λίμνη του να ορίσεις ;

Ευχαριστούμε που επιλέξατε (!) εμάς ως προορισμό σας
Ευχόμαστε καλό ταξίδι και ανυπομονούμε να σάς δούμε και πάλι σε κάποιον απ’ τους ατέλειωτους κύκλους μας
Τσαφ τσουφ τσαφ τσουφ τσαφ τσουφ

(Α, ξέχασα υπάρχει κι η περίπτωση να σε βρίσκει το τρένο μετά από μανιασμένη καταδίωξη και να σε επιβιβάζει. Τότε φοβερά θά’χεις πέσει..)

δ.
εάν γάρ εγώ μη απέλθω

Ταξιδεύουν με διπλή όλοι οι Άγγελοι υπηκοότητα.

Των φραγμάτων θεατής ικετήριος
θρυμματισμού από βιαιότητα σπλαχνικής Ομορφιάς
κατακλυσμένα τα σωθικά Ποταμό να πλημμυρίζουν
Μακάριος εκείνος
Σύντριψε Σύντριψε Πελάγωσέ με

Αδημονούμε - καθώς αναΛογεί -
Μια Βάρκιζα ως γιορτή ασυγκράτητη
Βαρύτητας ποθητή ακύρωση
Στον τόπο να μάς συλλάβει του εντελώς Απρόσμενου


Εκεί νικηφόρα ηττημένα άρματα
στεφανωμένα κατάχαμα σ’ένα σεντόνι
Εκεί γενειάδας μεθυσμένο μονότροπο
παλιάτσος στ’ άχρωμα χέρια τού άσκοπου
Εκεί λυγμοί βουβοί
ένα τίναγμα χεριού νευρικό πνιγηρής αγανάκτησης
κι Αχιλλέες γυναίκες στο θρήνο
ν’ αδειάζουν αζωγράφιστη πίνοντας έκπληξη
απ’το πηγάδι τής μεγάλης απορίας Αληθινά σ’αγαπώ
Εγώ να σμικρύνομαι
Εσύ να λάμπεις
Πανερωτικό ελαττούσθαι αυξάνειν !

Της νίκης το άστρο πορεία
Στη βαθύτερη ρίζα τού πόθου μου
Έδειξε, να χάνω να χάνω να χάνω εμένα
Ηττημένος ν’αποκαθίσταμαι λάτρης
Ισόβιας τού έρωτα φυλακής
Φιλάνθρωπα τουμπάρουν οι είσοδοι
Ευγενικά υπάκουες στο άφευκτο κι απαράλλακτο
Από καταβολής σχέδιο εργένισσας μοίρας
Να τσιτώνει το σώμα μας απλήρωτο πάντα
Πλήρωμα ζωής
Ώστε
Αλβανία με κατάληξη Μέρλιν
Μεσολόγγι να υποκλίνεται στ’ Ανάκτορα
Οκτώβριος τραπεζίτη ν’απελευθερώνει
Ιεροσόλυμα δεκάτη τετάρτη Νισάν να σημαδεύουν
Η Μήδεια να δίνεται σ’έναν Ιάσονα πάντα
Κι άλλα παντού και όλα έτσι
Ή και χειρότερα
Τυλιγμένα λαμπιόνια και στρας και καρνάβαλους
Σε μια κόκκινη παρωδία
Πάνδημης ευφροσύνης Σάντα Κλάους
Κοσμοπολίτικα νοικοκυρεμένα και οικογενειακά
Να ρικνούνται να ξεφτίζουν ν’αποτεφρώνονται
Στην παράσταση να δρουν δήθεν του άχρωμου
Δαχτυλοδείχνοντας χωνί άδειο πουκάμισο χοάνη
Ρούχα ασώματα άσαρκα
Οπόταν να μένουμε Πριν το τέλος πάντα
Δίχως τον εμετό τής πλήρωσης
Ένα στόμα ορθάνοιχτο να διψά να πεινά
Ενδιαίτημα Φιλικής Εταιρείας μονίμως
Ιθαγενείς στην επανάσταση ταπεινωμένης κραυγής
Να λάμπουμε δίχως ιδέα
Για τον εαυτό μας καμιά !

Δεν ποτίζει νόημα ο νερόμυλος εκτός
Αν αγαπάς κι αδιαφορείς
Άπιστος στην αλήθεια της νίκης σου
Πιστός στη λατρεία σου μόνο
Αταξίδευτες σειρήνες χορτασμού
Αυτοκρατορικά περιγελώντας
Στερεωμένος στην άναρχη αμετάπτωτη και πανερωτική
Κορφή τού σκουπιδιού !
Ταξιδεύουν με διπλή όλοι οι Άγγελοι υπηκοότητα.
«Σύρτε κι εγώ έχω την έγνοια σας»



+ Στα εκδοτήρια εισιτηρίων ( -μεταξύ μας, είναι ανύπαρχτα. Ίσως γιατί ευνοείται το λαθρεπιβατείν.) ο μόνιμος και μ’αλλεπάλληλες προαγωγές γιός τού Λαϊου κόβει με καυτή, φιλάνθρωπη αλληλεγγύη τα εισιτήριά μας, εναγώνια ευχόμενος αίσιον πέρας.
Ο αρχοντοχωριάτης Basil Alexakis (πιστόν μολιερικόν αντίγραφον) ή Αμάν, πότε θα συντελεστεί ένα πολυκαιρισμένο τέλος εποχής που βαστά ληξιαρχικά τρείς αιώνες.

Υπάρχει μια χώρα που έχει βασανισθεί. Βασανίζεται. Θα βασανίζεται. Με όλους τους τρόπους. Γνωστούς κι άγνωστους. Σαδιστικά. Μαζοχιστικά. Από επήλυδες, ημεδαπούς, επαρχιώτες, στενόμυαλους, βλαχαδερά, συμπλεγματικούς, ελευθεριομάχους και ελευθεριοφάγους. Κυρίως αυτούς. Τί τα θέλετε, τα τραβά ο κώλος της. «Μα γιατί ;» θα ρωτήσετε. «Μα διότι, απλούστατα, είναι δεκτικός», απαντώ. «Μα πώς, γιατί, είναι δυνατόν ;» συνεχίζετε να επιμένετε με κάποιαν ιερή κι εύλογη αγανάκτηση. Αναζητώ γρήγορα μιαν απάντηση που θα σταματήσει τη νευρική αδημονία σας : «Γιατί στη χώρα αυτή, από ακατανόητη εμμονή και πείσμα παρανοϊκό της Ειμαρμένης ή ενός «έτσι θέλω» υπερβατικής ίσως κι απροσδιόριστης πάντως προέλευσης, επένευσε ερωτικά και καθώς φαίνεται διαπαντός (Αλτ ! Παύσασθε πυρ οι οσφραντές εθνικισμών και παραδοσιομάχοι. Σας προλαμβάνω ευχάριστα πιστεύω : εννοώ, ίσως και μετά ακόμη από μια ενδεχόμενη και πιθανότατη ανυπαρξία και παντελή αφανισμό της, διότι αυτό που κομίζει η χώρα αυτή συνιστά τρόπο βίου, οικουμενική πρόταση ζωής, μέγεθος πανανθρώπινο που αφορά και συνεπώς ελληνοποιεί ισοκρατηκώς [σωματικά θα έλεγα]πάντες) δίχως να αποστεί ποτέ, η αγία-ξεφτίλα-θεοποιός Ελευθερία, τουτέστιν ό,τι πιο μπαχαλοειδές, ξεχειλωτικό, παρακατιανό, ασυστηματικό, πτεροφυητικό, εμπνευστικό, μεγαλουργικό, θεουργικό, μιζοφαγικό, μιζοπαγές, κλεπτοειδές, αποσυντονιστικό, φιλόξενο, αποσαθρωτικό, αντικοινωνικό, σχεσιακό, προδοτικό, κοινωνικό, αυθυπερβατικό, εκστατικό και αμαρτιοποιές εργαλείο υπήρξε ποτέ προς ανθρώπινη χρήση.
Αυτή η ελευθερία, πλην άλλων πολλών ιδιωμάτων της, ωθεί τη χώρα αυτή να πλαγιάζει μ’ όποιον της κάνει κέφι και κυρίως μ’ αυτόν που πιστεύει πώς θα ανταποκριθεί στις ακόρεστες ερωτικές ορέξεις της : με μαύρο κι ασιάτη, βόρειο ξανθομπίκουρα κι εβραίο γαμψομύτη. «Μα προς θεού» αναφωνεί ο γάλλος Βασιλάκης, «εγώ θα τις ορίσω με ποιόν και πότε να το κάνει. Μόνο εγώ πρέπει να υποδείξω ποιός θα της τον φορμάρει, πού και προπαντός πώς», επιβάλλοντάς της διαφωτιστικά και γραμματισμένα ποιό είναι το κατάλληλο κρεβάτι, πώς θα ερωτεύεται και με ποιον θα κοιμάται…Ναί με τον Πλάτωνα, όχι με τον Ισαάκ το Σύρο, ναι με τον Δία, όχι με το Χριστό, ναι με τη νοησιαρχική φιλοσοφία, όχι με το οντολογικό, καθώς φαίνεται, ερώτημα και κυρίως τη μεταφυσική.
Στην παρέα βρίσκουν καταφύγιο πολλοί ακόμη εραστές του νηπιαγωγείου. Ο εσμός αυτός των ηλιθίων ταλαιπωρεί ιστορικά με τους μίζερους, κλειστοφοβικούς, μανιχαϊκούς και συμπλεγματικούς αναχρονισμούς του την ελεύθερη αυτή θεογκόμενα που αρέσκεται, όπως αποδεικνύουν ακόμη κι οι παλιές μουσικές της προτιμήσεις (Φρύγιος, Λύδιος, και τα ρέστα), στα μιγαδικά φαινόμενα εκ πεποιθήσεως.
Το αρχοντοχωριάτικο αυτό συνάφι, στο οποίο έχει την ύψιστη τιμή να συγκαταλέγει υπερήφανα τον εαυτό του ο Βασιλάκης, διακρίνεται ιστορικά για τη φασιστική και μανιχαϊστικότατη εμμονή του να καθαρεύει, να ανήκει δηλαδή στις υψηλές και φωτοδοτικές εκείνες τάξεις των καθαρών, εκλεκτών, διαφωτιστών, μορφωμένων, καθοδηγητών, σωσμένων κοντολογής.
Να καθαρεύει λοιπόν ο βίος. Σκούπες παραταχθείτε ! Επί το έργον : εγκώμια, μυρωδιές, ονόματα (κυρίως όλες τις Μαρίες και τους Χρήστους, μαζί τις Παναγιώτες και τους Παναγιωτάκηδες…δεν ανήκουν γαρ στον καθαρό ελληνισμό), ξωκλήσια, πηγές έμπνευσης, ρήματα, στίχους, τραγούδια, λαγγέματα, έρωτες, ιάμβους, επιτάφιους και πασχαλιές, γιατί η καθαρότης - επίτευγμα χιλίων δύο μανιχαϊστικών σαπουνιών τύπου : το σκοτεινό βυζάντιο, τα φωτισμένα και προηγμένα έθνη της δύσης, «η φιλοσοφία ερωτά, η θεολογία έχει όλες τις απαντήσεις» «χριστιανισμός-νύχτα, αρχαιότητα(!)-μέρα» - του Βασιλάκη δεν ανέχεται να πατήσει στα βρώμικα πορνεία, στα καταγώγια, στα χασισοποτεία, στους παράνομους έρωτες, στα αμαρτωλά κρεβάτια, σε πόθους που δεν ενέκρινε η πάνσοφή του πένα και στις ακαθαρσίες που μέσα τους ο βίος όλων μας κυλά.
Αγρόν ηγόραζε ο φτωχούλης και ψοφοδεής Βασιλάκης ή Basil κατά το ορθότερον, και στα γέρικα αχαμνά του έγραφε αν η ελληνική φιλοσοφία, εξαίσιο και τσαμπουκαλίδικο, όπως κάθε έρωτας, κάνοντας κρεβάτι με τους έλληνες πατέρες, μπόρεσε να ξεπεράσει τις ερωτικές φοβίες και τους εγκλωβισμούς της, τα υποκατάστατα και τις νευρώσεις της, τους πουριτανισμούς και τις ηθικολογίες της και σύμπασες τις εθνικές του καθαρότητες («Ο πολιτισμός είναι ή χριστιανικός ή ελληνικός»Basil έφη και πλείστα άλλα κουλά έφη και ξαναέφη) και να χαρεί ζωή και συνουσία, να δει χαρά στα σκέλια της και ν’απολαύσει πιο ελεύθερα την περιπέτεια τής (καινούργιας) σχέσης : από το άτομο στο πρόσωπο, από τον εγκλωβισμό του αριστοτελικού πρώτου κινούντος ή θεού (Αμάν, ξεστόμισα τη λέξη ταμπού. Ντουγρού στην πυρά διαφωτιστών και βλαχαδερών λαμπάδα το κορμάκι μου. Πού ’σαι μανούλα μου γλυκιά;) στην ουσία ή φύση του σ’ έναν τρόπο υπάρξεως ελεύθερο από φυσικούς (ουσίας) προκαθορισμούς, από το ανερμήνευτο της ύλης στον ενεργούμενο λόγο-γεγονός προσωπικής εμφάνειας. Και άλλα, και άλλα…
Δυστυχώς γι αυτόν, το φαγητό που τρώει καθημερνώς εις δόσεις τρεις ο γραμματισμένος και λίαν μορφωμένος Βασιλάκης, έχει προκαλέσει αιώνες τώρα πονοστόμαχο στη Δύση με αποτέλεσμα να το ξεράσει αηδιασμένη. Μα καλά που ζεις φτωχέ, ακόμη δεν πήρες πρέφα ; Προτρέπω, συνεπώς, σε ταχεία αλλαγή διαιτολογίου, για να στανιάρει το παιδί.
Όμως δεν μπορώ να μην αναφωνήσω πού ’σαι φτωχέ κι αστόχαστε Μάρτιν Χάϊντεγγερ, όταν έκραζες στο Spiegel πως «ένας θεός μονάχα θα μάς σώσει», να σε διδάξει φιλοσοφία ο καθαρός Βασιλάκης να φωτιστείς λιγάκι ; Φτου σου, πήγες και σπούδασες θεολογία κάθαρμα.
Α, ρε Ρίλκε τι δουλειά έχεις μές στους αγγέλους ; Δεν ακούς τον Rousseauτραφή Αλεξ. να καθαρίσει ο νους σου ;
Κι εσείς μωρ’ τραγικοί εδώ της Ψωροκώσταινας, τι φαγωθήκατε τόσες χιλιάδες χρόνια για νά εύρη πόρον ο θεός ; Βρείτε τον πόρο Βασιλάκη να έρθετε στα ίσα σας.
Α, ενοχλητικέ Σωκράτη μ’ εκείνο το δαιμόνιο και τον ενικό θεό σου. Σκατόφατσα, για δεν κοιτάς τον έκπαγλο Αλεξούλη ; Τά ’χει λυμένα όλα, διότι ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ !(Κάποιος απατεώνας στ’ αυτί μου ψιθυρίζει «νόον ου διδάσκει»… «άπαγε, άπαγε» σκληρίζει ο Βασιλάκης καθώς τονε ψιλιάστηκε) Ω, λησμόνησα. Μετανοώ.Δεν είναι απόγονος του Σωκράτη, ίσως να είναι του Racine, όπως κι όλοι οι Γάλλοι που μην ακούσουν για Μontaigne σαν πρόγονό τους, σε σκότωσαν θρασύτατε τολμητία που τέτοιες ύβρεις ξεστομίζεις, μια και δηλώνουν παπαντάμ απόγονοι του Διογένη Λαέρτιου και του Αναξιμένη. Τι ευτυχία να ζει κανείς στο παγκοσμιοποιημένο άχρωμο χωριό του, τίγκα στα φαντασιοκοπήματα ! Τι ευτυχία αλήθεια, καλότυχε (Κερκυραϊκά καλόμπαχτε. Ω, ξεχάστηκα encore une fois, αυτά δεν είναι καθαρά ελληνικά. Συγνώμην Βασιλάκη.) Αλεξάκη !
Όμως φτωχός εγώ εκλιπαρώ την ύψιστη σοφία σου, πάνσοφε Βασιλάκη, φώτισε τα σκοτάδια μου κι απάντησέ μου τώρα :
Τί να σημαίνει άραγε το ευαγγελικό (Κατά Ιωάννη ιβ ΄, 20-23)
“ Ήσαν δέ τινες έλληνες (Προδότες ! Ακαθάρευτοι ! Αγράμματοι ! Απολίτιστοι ! σκούζει ο Βασιλάκης) εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή… και ηρώτων…λέγοντες θέλομεν τον Ιησούν ιδείν…Ο δε Ιησούς απεκρίνατο…λέγων ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου.» πολιτισμικό καμάκι, για πολιτισμικό ραντεβουδάκι ;
Γιατί τα ελληνικά επιλέγονται ή επιβάλλονται θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, ως γλωσσικό όργανο της νέας πίστης, μιας αποκάλυψης που αφορά σε μια πανανθρώπινη ελπίδα ή στο αγωνιώδες εκείνο αίτημα του «αληθώς υπάρχειν», του «κατ’ αλήθειαν βίου» ή της «όντως ζωής» που σάρκωσή του ήταν η πόλη ;
Γιατί οι Καππαδόκες σπουδάζουν στον κλεινόν άστυ του Αριστοτέλη και των τραγικών, φιλοσοφία, φιλολογία, ρητορική, γεωμετρία, μαθηματικά, αστρονομία ;
Γιατί ο Μεγ. Βασίλειος εκπονεί σύγγραμα προς τη νεολαία «όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» ;
Γιατί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει ποίηση σε ομηρικό στίχο (σε προσωδιακά μέτρα : εξάμετρο, τροχαϊκή επταποδία κ.τ.λ) η τού το απαγορεύεις Βασιλάκη ή η γνώση και η παιδεία θέλει κι έχει φύλακες που κοπανούν τους πάντες, όπως η απαγόρευση του Ιουλιανού να μην ασχολούνται οι χριστιανοί με την ελληνική παιδεία ;
Γιατί ο ησυχαστής αγιορείτης (καντήλες τώρα ο διαφωτιστής και έχων μονοπώλιο την ελληνική παιδεία Βασιλάκης) και εκπληκτικός γεννήτωρ μιας θαυμάσιας θεολογικής σύνθεσης Γρηγόριος Παλαμάς (μην εξανίστασαι καημένε, όχι ο Κωστής) είναι άριστος αριστοτελιστής και δεκαεξαετής διαλέγεται αριστοτελικώς, προς θαυμασμό όλων, με τον Μετοχίτη στα ανάκτορα της Πόλης ;
Γνωρίζεις Βασιλάκη τον Brehier και την ιστορία της φιλοσοφίας του (παλαιά και εξελιγμένα πράγματα πια, που ο αδιάβαστος φωφωποιός Βασιλάκης υποψιάζομαι ούτε μυρίζεται καν) ;
Γνωρίζεις τι εστί πια βυζάντιο στις ιστορίες φιλοσοφίας (Pleiade, Gallimard, κ.τ.λ.);
Γνωρίζεις μήπως το όνομα και την εκπληκτική σύνθεση του Μαξίμου του Ομολογητού ; (Παραθέτω ξενόγλωσση βιβιλογραφία που αρέσει πιότερο στο Βασιλάκη μήπως και φιλοτιμηθεί…Lars Thunberg : Microcosm and Mediator).Υποψιάζεσαι πως ένας Wittgenstein ή ένας Martin Heidegger θα μπορούσε να μείνει εκστατικός μπροστά του ; Γνωρίζεις ότι κατά τον βάρβαρο αυτό χριστιανό, πεφωτισμένε και πεπολιτισμένε Αλεξάκη, ο χρόνος «μετρά» ερωτική σχέση ; Ότι «υπάρχει» όταν τελούμε μακριά απ’ το ερωτικό κρεβάτι, ειδάλλως μιλούμε για «στάσιν αεικίνητον και στάσιμον ταυτοκινησίαν, περί το ταυτόν και εν και μόνον αϊδίως γινομένη» μια που τη κάναμε λαχείο στο πλήρωμα του έρωτα ;
Να σε παραπέμψω αρχικά, γιατί κράζεις φιλομαθώς, στη Βυζαντινή φιλοσοφία του Β.Ν. Τατάκη (La philosophie Byzantine, P.U.F. 1949 (! Αμάν, απληροφόρητος κι από πότε…) γαι τη συνέχεια της φιλοσοφίας από τον αιώνα που γούσταρες (520-1860) να σταματήσεις ; Για τη συνέχεια, δηλαδή, από τον έκτο ώς τον δέκατο πέμπτο αιώνα ;
Φώτισέ με, γιατί ο Έλιοτ ρωτά εναγωνίως τον Σεφέρη για την ορθοδοξία και τον αρχέγονο χριστιανισμό ; Άσε εκείνα τα Shantih..
Γιατί ο Σεφέρης (αδαής στο θέμα και ανίκανος να προκαλέσει μια βαθύτερη αναμόχλευση και διέξοδο στη αναζήτηση του διψώντος νομπελίστα) τον καλεί (παρακινημένος από μια καίρια και ευστοχότατη ποιητική διαίσθηση)να επισκεφτεί την Ελλάδα για το Πάσχα ;
Γιατί ο Ελύτης ζητά χριστιανική σιωπή (σάμπως νά’χε η σιωπή επιθετικό προσδιορισμό) ή γράφει για την «Παναγία την Παντοχαρά»; (Τον θυμάμαι να ασπάζεται - Τι αναχρονιστικός ! Τι σκοταδιστής ! για τα γούστα του μικρούλη μας Βασιλάκη- την εικόνα του αγ. Ιωάννη στη μονή της Πάτμου.)
Γιατί δομεί το «Άξιον εστί» στον Ακάθιστο ύμνο (ποίημα, όπως φέρεται, Σεργίου Πατριάρχου Κων/πόλεως)και γιατί κλέβει, στο ίδιο έργο, από τον Ρωμανό τον Μελωδό ;
Γιατί προτάσσει, πάλι εκεί, εκείνο το δαβιτικό «πλεονάκις επολέμησάν με..» ως αμόρφωτος ανθέλλην κατά Βασιλάκη ;
Γιατί φτιάχνει ολόκληρη μελέτη για τον Ρωμανό (Χριστιανό= εξ ορισμού ανάξιο, περικάθαρμα και περίψημα κατά Βασιλάκη υποθέτω);
Γιατί μεταφράζει την Αποκάλυψη ;
Γιατί ο άλλος έλλην νομπελίστας μεταφράζει το Άσμα Ασμάτων;
Θες να θυμηθούμε λίγο τον ομηριστή Ευστάθιο Θεσσαλονίκης που η σύγχρονη κριτική αρκούντως τιμά και σέβεται ; Πιθανώς ούτε έχει ακούσει το όνομα ο καλός μας Άλεξ.
Να θυμηθούμε την εξειδίκευση του Κομητά (6ος αιώνας)στον Όμηρο;
Να θυμηθούμε πως η Δύση ξεκινά τον ατομικόν (βλέπε καλέ μου Bill ατομοκρατικό) άθλον της γνωρίζοντας το αριστοτελικό όργανον από αραβικές μεταφράσεις (δόξα νά’χουν οι πρόγονοι των πετρελαιοκρατών) κι ακούγοντας αμυδρότατα για Αριστοτέλη, τη στιγμή που εδώ τον έχουν ψωμοτύρι ;
Ωστόσο, ακόμη θαμπωμένος από τον ποταμό αυτόν της δυτικής σοφίας, μοιάζεις παντελώς και τραγικά (γαμώ το πια, αδελφέ) ανυποψίαστος για την άρδην αντιστροφή των όρων του ελληνικού πολιτισμού που επέφερε και κυρίως εμπέδωσε στις συνειδήσεις, παγκόσμια, η δυτική εκδοχή του τρόπου μας.
Να θυμηθούμε πάλι τα αντιγραφεία των μονών για τη διάσωση (ενίοτε και καταστροφή καλέ μου Basil, έτσι είναι ο έρωτας…) αρχαίων έργων φιλοσοφίας και λογοτεχνίας ;
Να παραπέμψουμε, για μια ελάχιστη πληροφόρηση, τον μικρούλη Βασιλάκη στον Paul Lemerle και στο βιβλίο του «Le premier humanisme byzantin.»(1971)(Ο Πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός, 1985 ελλην. Έκδ.); (Θαρρώ θα ανατριχιάζει από δέος στο άκουσμα της λέξης ουμανισμός.) Να τον παραπέμψουμε στο πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στη «Διακοπή της ελληνικής παιδείας στη Δύση» ;
Να θυμήσουμε στο χαζοχαρούμενο, σοκολατοθρεμμένο αυτό παιδάκι ότι αιώνες πριν υπάρξει η πρώτη πέτρα των παρισινών πανεπιστημίων, στο Πανδιδακτήριο της Βασιλεύσουσας διδάσκονταν φιλοσοφία, ρητορική, γραμματική κ.τ.λ. κ.τ.λ…
Να παραπέμψουμε στον G. Duby (Adolescence de la Chretiente Occidentale, 1967) και στον M. Rouche (Histoire de la vie privee, 1985) για την κατάσταση των ευρωπαϊκών εθνών σε πολύ μεταγενέστερη εποχή από την ύπαρξη του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης ;
Να υπενθυμήσουμε στον μικρό Αλέξη ότι αρκετούς αιώνες πριν από το ξέσπασμα του Ουμανισμού (…άστα να πάνε) και της λεγόμενης Αναγέννησης (το ίδιο και χειρότερα) στη Δύση, έχουν υπάρξει δύο τουλάχιστον βυζαντινοί ουμανισμοί ;
Να θυμίσω την αντίθεση στην Αναγέννηση και στον παραμορφωτικό της καθρέφτη καθώς και στη διαστροφή των όρων της ελληνικής παιδείας πού αυτή κόμιζε, των απογόνων της αναγέννησης και μάλιστα στη Γαλλία στις αρχές ως τα μισά του εικοστού αιώνα ; (Σε όλο το φάσμα της τέχνης)
Αλήθεια -ερώτηση κουίζ- από πού κατάγεται η δυτική Αναγέννηση αδιαβαστούλη μας ; Μήπως από τους Κομνηνούς ; Μήπως από τους λόγιους της διασποράς μετά την πτώση της πόλης ;
Ο Πικάσο ήταν ψιλογκαγκά όταν μελετούσε Θεοφάνη ;
Γιατί η βυζαντινή εικονογραφία ενδιαφέρει εικαστικά ;
Γιατί συζητιούνται οι προτάσεις και προσεγγίσεις της στο εικαστικό γεγονός ;
Μήπως η κβαντική φυσική αναγνωρίζει ένα ερμηνευτικό εργαλείο προσέγγισης του εαυτού της στη διδασκαλία περί των λόγων, του καλογέρου (και ως εκ τούτου αξιοθάνατου σκοταδιστή)Μαξίμου ;
Τοπικιστής και εθνιστής, αδήλως και ανεπιγνώστως, ο κακομοιρούλης μας Άλεξ. δεν έχει το κουράγιο καθώς φαίνεται να φανταστεί ελληνική φιλοσοφική συνέχεια και διάρκεια εκτός και πέραν της μιζούπολης (πάλαι και νυν) που λέγεται Αθήνα, σάμπως ο Θαλής, ο άγιος Ηράκλειτος κι ο έμφλογος Εμπεδοκλής να γυρόφερναν στην αγορά και νά ’τρωγαν κολατσιό στο πρυτανείο. (Α, ρε Ακράγαντα και Έφεσε δεν ξέρετε πως είναι ανεπίτρεπτο να φιλοσοφείτε εκτός μιζούπολης ;)
Όμως η αρχαιότητα και το στοχαστικόν φως πρόδωσε τον Αλεξάκη. Η φιλοσοφία γκάνιασε να πιει νερό. Καθοδηγούμενη και ποδηγετούμενη γαρ. Θυμάστε τι το κλεινόν και φιλοσοφικόν άστυ έπραξε κατά Σωκράτους, Αναξαγόρου (Ασέβεια. Ένοχος!), Προδίκου (Κώνειο. Θάνατος στον θεομάχο !)κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Γιατί ο Ηράκλειτος προτίμησε βουτιά στα σκατά; Πώς τιμώρησε το δημιουργό η δακρυσμένη και συγκινημένη συλλογική μνήμη που παρουσιάστηκε ως θεατρικό σώμα (Εδώ προσκυνούμε. Ιερότης. Κάθε σάρκωση προξενεί ρίγος.) στο «Μιλήτου άλωσις» ; Αχ, μισαλλόδοξοι και φανατισμένοι χριστιανοί ελάβατε καλά μαθήματα… για να μην αποκαλύψω, κοινότοποι αντιγραφείς και δευτεροκλασάτοι βάνδαλοι, τι διδαχθήκατε από τις κατασκαφές των Αχαιών στου Πρίαμου την πόλη…
Τι κούραση όμως όλα αυτά ! Αντί ο έρωτάς μας να οδοιπορεί μες στις μοναχικές σιωπές του γεμάτος δίψα κοινωνίας, βγαίνει μπαλκωνάτος και συγγραφοκρατούμενος ν’ αγρεύσει ιδεούλες και αντεπιχειρήματα.
Αυτό όμως που με στενοχωρεί, θά έλεγα με θλίβει (εξοργιστικά) είναι η υπνωτιστική ενέργεια που ο καλός μας Βασιλάκης διαχέει στις υπνοβατούσσες ήδη (αξύπνητα;)στρατιές διανοουμένων, αθανάτων και θεατροπρομαχούντων, ώστε τυχόν άνθρωποι που θα είχαν τα προσόντα και τη διάθεση να αναζητήσουν τον έρωτα να διστάζουν, να παρασύρονται και να παραμένουν (αρπάζοντας το θωρακισμένο άλλοθι της ιδεολογίας) εν τέλει δέσμιοι σε εγωτικά στεγανά, σχήματα και ιδέες, αναβάλλοντας τη μεγαλειώδη συνάντηση με τον εαυτό τους για χάρη κάποιου μίζερου, φοβιτσιάρη, ιδεοφάγου-ιδεοπότη συγγραφίσκου της δεκάρας.
Κούραση αφάνταστη να υπερμαχείς, να προασπίζεσαι το ανοικτό (άχαρη η διαμάχη) έναντι ενός ακόμη καθαρού. Απόφοιτου της μεγάλης του κόσμου σχολής του ναρκισσισμού, της υπεροψίας, του παντοκρατορικού εγώ.
Η ζωή κατά Αλεξάκη οφείλει να κινείται με διαχωριστικές, καισαρικές τομές (από εδώ χριστιανισμός, από εδώ ελληνισμός…εμείς οι πάνσοφοι, εσείς οι άσοφοι, εδώ η ιντελιγκέντσια, εκεί η πολτοειδής πλέμπα)που ποτέ δεν ευδοκίμησαν σ’ αυτόν τον τόπο.Η ζωή μοιάζει να υπάρχει μόνο για τους διαβασμένους.(!) «Μόνο όποιος ξέρει καλά ελληνικά και έχει μελετήσει τον Σωκράτη είναι απόγονός του»(Ο Βασιλάκης δεν αισθάνεται τέτοιος). Η Παναγία είναι μια αγράμματη Γαλιλαία που δεν δικαιούται ούτε να ανασάνει, μια που δεν μιλά γαλλικά και ασφαλώς δεν έχει μελετήσει Βολταίρο. Δεν ρώτησε τον Αλεξ πώς θά ’πρεπε να γίνει μάνα και τί βιβλία να διαβάσει, άσε που φημολογείται πως ανερυθρίαστα ενώπιόν του διεκδίκησε βραβείο μυθιστορήματος. Η ζωή μοιάζει να διδάσκεται στα πανεπιστήμια, να προκύπτει από τα βιβλία, να δικαιώνεται μόνο απ’ τη μονόπαντη μελέτη, τη σημαιφορία κάποιων -ισμών. Ζητά άδεια για να κινηθεί. Η άδεια δίδεται, ας μην το ξεχνούμε, μόνο από διανοουμένους. Ο Ιωσήφ ο ησυχαστής «δεν είχε πάει σχολείο παρά μόνο μέχρι τη δευτέρα δημοτικού. Χρησιμοποιεί ένα ιδιάζον γλωσσικό ιδίωμα…» «Οι άγιοι δεν έχουν τίποτε (Εύγε ! Πώς το κατάλαβες; Μονάχα ζουν.)να μας μάθουν. Τους αρκεί να επαναλαμβάνουν πράγματα γνωστά.», «Οι μοναχοί είναι συναισθηματικοί. Κλαίνε πολύ…» (Αμάν, ζητώ ταπεινότατα συγνώμη εκ μέρους τους που δεν ζήτησαν την άδεια απ’ τη Sorbonne και αποσιωπώ, ντροπιασμένος, τα τρία διδακτορικά του Βαμβακάρη).
Αν δε καμιά μαμά κάνει το απονενοημένο κι ανάψει κάνα κερί στην εκκλησιά, πεθαίνει από τον τρόμο μπροστά στη φιλελεύθερη και διαφωτιστική πρόγκα που αναμένει να εξαπολύσει ο μέγας καθαριστής των αποβλήτων της ζωής μας. Διότι, άγιος για τον μεταμοντέρνο-μεταπαρακμιακό συγγραφέα μας είναι ο ηθικά ανεπίληπτος, ο αρετολογικά λαμπικαρισμένος και ως εκ τούτου αξιόμισθος. Ο άψογος εφαρμοστής και εκτελεστής ενός κώδικα συμπεριφοράς που στηρίζεται σε νομικιστική βάση («θεωρούν άγιο έναν άνθρωπο ο οποίος έσφαξε το γιό του» κ.τ.λ κ.τ.λ). Ούτε να φαντασθεί ο μυθιστοριογράφος του μ.Χ. πως πρόκειται για άθλημα ερωτικό…
Ωστόσο, οι του δικού μου συναφιού έχουν κορώνα στο κεφάλι τους έναν αξιοθρήνητο ληστή που αριστοτελικώς δεν παίζεται.
Πνίγομαι, μωρέ καλό μου παιδί Βασίλη, όταν σ’ακούω, σε μια νευρωτική καθαρότητα και αποφλοίωση.
Το Όρος…οι καλόγεροι…τα φράγκα… «Μα είναι επάγγελμα αυτό, να παρακαλάς;», «Ο Θεός δεν αγαπά τη φιλοσοφία». (!!)
Θαρρώ πως ο ελεύθερος αφήνει τον άλλο να πεθάνει όποιον θάνατο προτιμά. Ο καθαρεύων-εκτελεστής τον αποτελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Είναι σωτήρ (Θεέ μου φύλαγέ μας, σώσε το παιχνίδι σου!) του κόσμου και των φτωχών αστόχαστων ημών (Αχ, το αναχρονιστικό και ανυπόφορο για την καλλιέργειά σου άβατο του Όρους…Άστο ρε Bill να ψοφήσει μόνο του σαν έφτασε η ώρα του, μπα σε καλό σου ! Τι πολιτισμική ευθανασία είναι τούτη !).
Την πάτησες όμως Βασίλη, χοντρά καθώς φαίνεται, με τη λυδία λίθο της γλώσσας («μιλώντας μια οποιαδήποτε γλώσσα, μιλάμε ταυτόχρονα και μια ξένη γλώσσα»). Δυστυχώς, ανεπίγνωστα κι ανυποψίαστα για σένα, η μανιχαϊκή καθαρότητά σου έφαγε γλωσσσολογικό χώμα, μια που και το ιδεολόγημα (κατά την περίπτωσή σου) ελληνισμός καθίσταται μιγαδικό και σύμμικτον φαινόμενον.
Τα ψηλά κρεβάτια είναι για μανιώδεις εραστές. Και το πιο βαθύ παιχνίδι της ζωής εκεί συνουσιάζεται, εκεί δημιουργείται. Σ’ αυτά ο κόσμος συγκρατείται, συνέχεται. Οι Basils, ελλειμματικοί, ανέραστοι, συμπλεγματικοί, ας περιοριστούν σε βραβειάκια για τις παλαιομοδίτικες κοτσάνες που γράφουν (τουλάχιστον ο αφηγηματικός του τρόπος να διέσωζε μιαν έκπληξη απρόσμενης ομορφιάς, απείρως ταξιδευτικής, μακριά απ’ τα χαβούζικα νερά της αφηγηματικής του κυρα-κατινίστικης καθημερινότητας…) και στις σκελεθρικές διανοουμενίστικες κουβεντούλες και συνεντεύξεις με χαριτωμενιές ή ας κοιτάξουν, εύχομαι, να ασκηθούν στον απροϋπόθετο, ασυστηματικό ερωτα (μια κι η ζωή τελειώνει) μήπως μάς προκύψουν, τελικά, εραστές και ανακουφιστούμε.
Όμως δεν είμαι τσακωνιάρης. Είμαι πρωτίστως παιχνιδιάρης. Κι αφού γουστάρω τζερτζελέ και όχι νταηλίκια, θα συμφωνήσω καλέ μου αγραμματούλη και συντάσσομαι ταπεινά στο πλευρό σου όσον αφορά στον Μπέκετ και στον επιδαύρειο Γκοντό. Του αξίζει. Έχεις απόλυτα δίκιο. Φιλιά. Φιλιά. Φιλιά. Και μόνο φιλιά.

ΣΤΆΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ