ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
ΣΤΟ ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
(Ή Πως Η Τέχνη ζυμώνει το γεγονός
του θανάτου)
Κυρίες κύριοι,
«Είναι όλα τόσο ζωντανά που δεν αντέχονται !»1. Τόσο ζωντανά που μάς πεθαίνουν. Μια βραδιά σ’ένα καφέ, δέχθηκα αιφνιδίως την πρόσκληση από την ΕΜΕΣΕΘ, να μιλήσω για το θάνατο και την Τέχνη. Ήταν σαν να λάβαινα πρόσκληση να επισκεφθώ τα πατρογονικά μου. Για τέτοιες συναντήσεις είμαι πάντα προετοιμασμένος : Δίχως βαλίτσες (τα πάτρια εδάφη με φιλοξενούν αβραμιαία). Γεμάτος εισιτήρια. Ημερολόγια ταξιδιών. Ιδιωτικούς χάρτες. Εγχειρίδια περιηγήσεων. Και με την απαραίτητη ταυτότητα ιθαγένειας. Ποτέ λαθρεπιβάτης. Η πρόσκληση είχε, όπως πάντοτε, την ίδια οξυηχία, «με σημαίες και με ταμπούρλα», στ’αυτιά μου : με επισκεπτόταν ο Διόνυσος Ωμηστής, προσφέροντάς μου ακατέργαστη βακχεία. Ο θάνατος, ο αεί καταληψίας του ώμου μου, ο πιο κολλητός πάνω μου κι απ’ τό πετσί μου. Η πιο ζεστή ανάσα στο στόμα μου. Ο οινοχόος στις πλάγιες νύχτες μου. Ο παρακοιμώμενος στις φωτολάγνες καταδύσεις μου. Ο λυτρωτής απ’ την αυτάρκεια των παιδικών μου παιχνιδιών, καθότι τα μετατόπιζε, τα ρηγμάτωνε, τα επισημοποιούσε.
Παραδόξως, ίσως, αλλά μιλώντας για το θάνατο, μιλώ για τον κλειδοκράτορα τής επικράτειας τής εφηβείας ή, ακόμη, και με απαιτητικότερους εντοπισμούς, για τον συμπαίκτη στο κρυφτό της παιδικής μου ηλικίας. Μιλώ για κάποιον κατάδικο μου. Μιλώ για μένα τον ίδιο. Αναγκαστικά αυτοβιογραφούμαι. Μιλώ τρυφερά και απολαυστικά για τον επιστήθιο φίλο μου. Τον λατρευτικό, νυχθημερόν, προστάτη μου. Τον αεί κυκλικό βηματοδότη μου. Τον αχώριστο συνοδοιπόρο, συνομιλητή και συμπαίκτη μου (συμμαρτυρεί ιπποτικά γι αυτό ο Dürer και σκακιστικά ο Bergmann). Αληθινά, για το οικειότατό μου Πρόσωπο.
Στη φανταστική υπόθεση πως θα μου ζητούσατε, καθοδηγούμενοι από φιλοπερίεργη και κοινωνική υποκρισία, σωκρατικού - ευελπιστώ - χαρακτήρα, να σάς τον περιγράψω, ως δήθεν κάποιο παντελώς άγνωστό σας πρόσωπο που αναμένεται η επίσκεψή του στο απώτερο μέλλον, θα απαντούσα πως μυχιότατα γνωρίζετε κι εσείς πως είναι ο αμερόληπτος (ακριβώς με τις ίδιες ιδιότητες που παρουσιάζει και η ζωή, με πρωταρχικά κοινό χαρακτηριστικό την εξισωτική πάντων των όντων γύμνια, κατά το «γυμνός εξήλθον γυμνός και απελεύσομαι…»1, Γύμνια = απροϋπόθετος ξενιστής του Όλου) έλεγχος διαβατηρίων, πρωτίστως ενθαδικά, για κάθε εκδήλωση και κίνηση της ζωής. Κάτι σαν πασπαρτού διαπιστευτήριο και διεθνώς αναγνωρισμένος τίτλος σπουδών ή απόδειξη ολυμπιακής, ηράκλειας αθληφορίας και πρωταθλητισμού. Ο απόλυτος σύζυγος κάθε φιλόδοξης γαμικής συνάφειας με το υπαρκτό. Ο δεξιοτέχνης ελκυστής τού μέλλοντος στο τώρα. Ο παροντιστής όλου του χρόνου. Ο επιδέξιος καλλιεργητής σφριγηλού ενεστώτα. Του μόνου υπαρκτικά ενδιαφέροντος και ιδρυτικά θεμελιώδους χρόνου. Του μόνου χρόνου που συμβασιλεύει με το αιέν φορώντας την διπλής όψεως αλουργίδα του. Ο σπονδοφόρος και βαϊοφόρος στην καθηγουμένη Στιγμή. Προϋπόθεση κίνησης. Προαγωγός ζωηφορίας. Διαμορφωτής σφρίγους. Εκγυμναστής αναλογιών. Αποτμητής λιπώδους βαρύτητας και μικροαστικών, ψυχικά, τακτοποιήσεων και υπαρκτικού δημοσιοϋπαλληλισμού. Γενεσιουργός, σωτηριωδώς, επικινδύνων κρίσεων. Εκτροπέας κάθε κατασφαλισμένης και επαναπαυμένης, υπνωτικά και διακοσμητικά, αυτονομίας και υβριστικής αυτάρκειας. Εκκαθαριστής κάθε ανώριμης μασκοφορίας και μασκοφόρος μυητικών υπονοουμένων. Ζωφόρος αναπάντεχων και απροσδόκητων μεταμορφώσεων. Ο περιτέμνων, με το μαχαίρι τού αμιγούς ρεαλισμού και της μυώδους αλήθειας - κάτι σαν σωματοφύλακας της ζωής και φρουρός ενός απαιτητικού στην αποκαλυπτική μετοχή του και ανέκπτωτου Είναι - κάθε ψευδαισθητική ευδαιμονία, αφού άλλωστε κατά την τραγουδιστική λαϊκή σοφία η μάνα του Χάρου δηλώνει «γιατί έχω γιο κυνηγητή, γιατί έχω γιο κουρσάρο»2. Για να συμπληρώσει κι η Ποίηση, αντικρίζοντας τον Κόσμο με «το δύο όψεων αδιάβροχό» του,
«Στην χαραυγή σου ως περιστερά
κοκκινολαίμης ή φλέρωνας
Μάς τυλίγει
Στο δειλινό σου ως γύπας
καρακάξα ή κοράκι
Μάς ζεσταίνει
και αντίστροφα επί το πολλαπλάσιο»1.
Τον μυρίζω μέσα σ’αυτήν, τη ζωή εννοώ, όπως ακριβώς και την μυρίζω μέσα σ’αυτόν, σε κάθε ον. Σε κάθε κίνηση. Σε όλες τις αναστροφές του ζωντανού2. «Βράχων μητρική αγκαλιά…
Ζεσταίνει πανικό κενό κι οδοστρωτήρα νοημάτων
Χαράδρες καπνοί σκουλήκια τρίζοντας λαμπροφορούν
Θρήνο χαμό και μαρασμό
Άκανθες οστά μετάξι…ναυαγίων και καταστροφής τρυφερή τελειότητα κλείνουν»3. Τον μυρίζω στα σεντόνια, στα λουλούδια του κήπου που ποτίζω, στα ράφια της βιβλιοθήκης, στην κάθε αρχή του ραντεβού, στους ερωτικούς χυμούς, στο λευκό χαρτί της δημιουργίας (αναγκαία προϋπόθεση), στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή μου, στο ήλιο που χτυπά τα τείχη της Ακροναυπλίας, στο στραφτάλισμα της θάλασσας στις Κυκλάδες, στις πολυαγαπημένες και ορφανές εκδόσεις, στον απόπλου κάθε ταξιδιού, στο νανούρισμα της μάνας, στον χορό του Ησαϊα και σε κάθε χορό εγκαινίων, πίσω από την πλάτη μου και βαθυχαίτη, «ακερσεκόμη», γερμένο στο ώμο μου, στο φιλί του στις ρόδινες κορυφές των ορέων, στο αχλάδι που τρώω καθισμένος οκλαδόν στο χώμα καταμεσίς Ιουλίου, στην ανοιξιάτικη δροσιά του πρωινού, στον αυγουστιάτικο φεγγαρόλουστο περίπατο στην παραλία, στη γιορτή της κοινότητας (το διακηρύσσει άλλωστε και η ίδια, εν πλήρει ευθυμία και με εύρωστο χορευτικό πόδι :
«Χαρήτε, νιοί, χαρήτε, νιές,…
κι ο Χάρος τις ημέρες μας μια μια τις λογαριάζει.
….
Τράβα το χορό κι ας πάη,
μαύρη γης θενά μας φάη
Τούτ’ η γης που την πατούμε,
όλοι μέσα θενά μπούμε,
τούτ’ η γης με τα χορτάρια
τρώγει νιές και παλληκάρια»1, ώστε ο Διόνυσος του θανάτου να εκγυμνάζει προσφυώς τον Διόνυσο της βακχείας, με τελεολογία την αρτιότητα του ζην), στις ανόητες δοξολογίες των αυτοκρατοριών, του λογής διαχρονικού imperium, στις αυτάρεσκες παραδοσιολάγνες επευφημίες, στους κάθε λογής δικεφάλους, στα παντός καλλιτεχνικού είδους έγκοπα έργα Τέχνης, στο φιλόδοξο παρεϊστικο σχέδιο, στην πρώτη συνάντηση μαζί Της και στην επερχόμενη νυχτερινή λεηλασία του έρωτα, έως η Αυγή να διαρρήξει με θανατερό φως ό,τι εκείνος, ο Θάνατος, με ολόλαμπρο σκοτάδι ύφαινε και ψηφιδογραφούσε ολόκληρη Νύχτα2. Τέλος, στο διαρκές Ω μέγα - πραγματικά μέγα - όλων των αρχών, εκκινήσεων, ιδρυτικών συνουσιών και μεθυσμένων αλαλαγμών.
Καλλιτεχνικά, καθώς τυπικά αυτόν το χώρο εκπροσωπώ εδώ, θα τον απεικόνιζα λεκτικά (δια της Ποιήσεως) ή εικαστικά (δια των πλαστικών Τεχνών) ως αρχαϊκό κούρο ή πολυκλείτειο δορυφόρο και θα ποδοπατούσα αποφασιστικά, με κατανόηση και συγκατάβαση κατά Καβάφη, τις εύκολες ή ας πω καλύτερα τεμπέλικες και πρόχειρες, απεικονίσεις και διαχειρισμούς του, που καταδέχθηκε κατ’εξαίρεση η Τέχνη και κατά κανόνα οι «πνευματικές» παραδόσεις, εννοώ οι θρησκευτικές κυρίως, να κάνουν στη διαχρονική πορεία τους μέσα στην Ιστορία (υποτασσόμενες αμφότερες στην έκπτωση της εκφαντορίας των). Εννοώ εκείνη τη Gerede, την αερολογία τής αναυθεντικότητας κατά Heidegger, του ρυτιδιασμένου, γερασμένου τέρατος, της ασχήμιας, της βρωμιάς, της αποσύνθεσης, της σαπρίας, της αποφοράς, κυρίως της νεκροκεφαλής, των γυμνών οστέων, του σκελετού -μια θέαση που ευχερώς θα φαινόταν σαν να διατυμπανίζει πως ό,τι προσφυέστερα και επακριβώς μπορούμε να εξεικονίσουμε για το όν εκείνο που αποκαλούμε άνθρωπο και έχουμε την (γιγνόμενη) εμπειρία του περισσότερο και εφαπτέστερα εντός μας από οποιοδήποτε άλλο ον στον Κόσμο, είναι η κατάστασή του ως σπέρμα, ή η ενδομήτρια στάση του, ή ακόμη καλύτερα η εικόνα του με τον ομφάλιο λώρο άκοπο στην κοιλιά του μέσα στον υδάτινο κόσμο της μήτρας… Οι υπεύθυνοι, οι αληθινοί αχθοφόροι της ύπαρξης, όμως, πάντα θα αναγνωρίζουν : «Ο Χάρος έκατσε ψηλά και τραγουδεί πανώρια, λέει τραγούδια τση χαράς και περισσοκαυκάται»1
Ως ποιητής κομίζω μιαν ιδιότυπη αίσθηση τού ολότελα συγκεκριμένου που ή ίδια η Ποίηση κατέχει, ολωσδιόλου πρόδηλη και απτή ουσιαστικά στο χώρο αυτό, η οποία, όμως, δεν τυγχάνει σχεδόν ποτέ ακροάσεως στα χλιδάτα γραφεία των δεσμίων του φυσικού κόσμου - η λέξη μοιάζει κάπως επικίνδυνη εδώ, διότι τη διαφιλονικεί με πάθος η Ποίηση. Ας πω, ορθότερα κάπως, του ορατού κόσμου. Αυτήν την αίσθηση θα ήθελα να προσκαλέσω ξεχωριστά καθέναν από εσάς, κάνοντας τό απολύτως προσωπικό του ταξίδι, να την επισκεφθεί. Απευθύνομαι στη στιγμή σας. Που κάποτε, είναι βέβαιο, άνοιξε. Και είδατε. Beyond thinking. Ακατέργαστα. Ωμοφαγικά. Με μια ακράδαντη βεβαιότητα, που ακριβώς την ισχυροποιούσε απόρθητα ο ολότελα φευγαλέος χαρακτήρας της. Όπως, ακριβώς, παραδίδει η παύλεια αρπαγή έως τρίτου ουρανού, η πατερική εμπειρία της Θηβαϊδας και της Νιτρίας, αλλά και η συνεπώς καλλιεργημένη παράδοση του αιφνίδιου φωτισμού υπό οιαδήποτε συνθήκη (και αυτό είναι το σπουδαίο), του Σατόρι, σύμφωνα με τον οίκο (σχολή) του Ριντζάι (Λιν Τζι) Ζεν (Τσ’αν) και όχι ή άλλη παράδοση τής βαθμιαίας Φώτισης (αφύπνισης) του Σότο Ζεν του εξαίσιου Ντογκέν2, αν και κατά τη γνώμη μου το ένα προϋποθέτει το άλλο, μια και τα όντα βρίσκονται σε αέναο γάμο.
Η αίσθησή μου, λοιπόν, είναι πως ζούμε μέσα σε δυο κύκλους που περιέχονται μέσα σε έναν άλλο Μεγάλο Κύκλο. Και οι τρεις αυτοί κύκλοι είναι η Ζωή που εντός της ζούμε τη ζωή και το θάνατό μας. Αυτό προτείνει, άλλωστε, αυτή η ομιλία. Αυτή είναι η θέση που πρεσβεύει. Άλλωστε,
«Έρως και Χάρος πάντοτε
Δουλεύουν εδώ κάτου,
Ως που ο Καιρός ο γέροντας
Να χάση τα φτερά του»1.
Ο ποιητής απεχθάνεται, ως εκ φύσεως, τις ουδέτερες, κομψευόμενες, επονείδιστα άτολμες και απελπιστικά αγοραίες στάσεις απέναντι στον Κόσμο που αενάως φλέγεται. Και δυστυχώς αυτές οι στάσεις και μόνο ηγεμονεύουν [σ]την Ιστορία και γι αυτό η αθλιότητα βασιλεύει. Ο ποιητής διακινδυνεύει. Αναλαμβάνει. Εκτίθεται. Περιφρονείται. Προσπερνάται χυδαία. Πίπτει. Όμως ποτέ δεν παύει να κοιτά, να βλέπει, να θεάται. Και να παίρνει θέση αψηφώντας. Ο ποιητής, δηλαδή όλοι μας όταν δεν αποφεύγουμε τον εαυτό μας. Ως εκ τούτου, οι κάλβειες ιερατικές ριπές βρίσκουν κέντρο :
«ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ’εδίπλωνε
και μέ Φως και με θάνατον
ακαταπαύστως»2
ΣΧΗΜΑ.
Ζ = Ενιαίον, Είναι, Ζωή, Αυτό
θ= Θάνατος
ζ= ζωή
= Απειρία σημείων
Σ = Συνουσία
= κατεύθυνση οφθαλμών των εγγεγραμμένων κύκλων
Κίνηση προς κάθε κατεύθυνση περιστροφικά
Ζούμε, λοιπόν, μέσα σε δύο3 εγγεγραμμένους, εφαπτόμενους και τεμνόμενους εν ταυτώ κύκλους που είναι εντός ενός Άλλου περιέχοντος αυτούς Κύκλου, στον οποίο μπορεί να εφάπτονται, αλλά ποτέ δεν τέμνουν. Αποκαλώ αυτόν τον άρρητο Μέγα Κύκλο, Ενιαίο του Είναι, Είναι, Ζωή, Εκείνο (id), Αυτό (Es), Ανοιχτό. Θεωρώ πως όλα είναι ζωντανά στο αγκάλιασμά του. Όλα είναι στην «παλάμη» του. (Κατά τούτο και μόνον, πράγματι, «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν» και «εν Αυτώ εσμέν»). Κι ο θάνατος είναι ολοζώντανος. Και η ζωή ολόνεκρη. Και αντιστρόφως. Συνουσιακά. Πολεμικώς γενεσιουργικά. Το ον είναι μόνον εν αυτώ. Σε ατελεύτητο τώρα. «Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει»1. Έτσι ο Μέγας Κύκλος. Οι δύο μικροί εγγεγραμμένοι κύκλοι είναι καταστάσεις που υπηρετούν την παροντικότητα, το συνεχές και αέναο και την απόλυτη ζωική κίνηση του Μεγάλου Κύκλου. דחא םוי רקב יהיו ברע יהיו «και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα μία»2, κατά την τάξη του ημερονυκτίου της Γενέσεως που εκκινεί από την…εσπέρα, λες και «αντέγραφε» τα τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ και λάτρευε την ηχηρή μπωντλερική Νύχτα... Ονομάζω ζωή (με ζήτα μικρό) και θάνατο τους δύο μικρούς κύκλους. Και Ζωή (με κεφαλαίο) τον Μέγα Κύκλο που τους περιέχει. Τα σημεία τομής και επαφής των δύο κύκλων είναι άπειρα και τον χώρο που καλύπτουν τα τόξα τους τον αποκαλώ Συνουσία. Η κίνησή τους γίνεται περιστροφικά και προς κάθε κατεύθυνση. Και, τέλος, οι «οφθαλμοί» των δύο κύκλων, της ζωής και του θανάτου, κοιτούν πάντα αλλήλους. Μια συγγενική αίσθηση για τα παραπάνω εντοπίζω στον εικαστικό χώρο, στον τρόπο αποτύπωσης των κύκλων στο έργο του Ιερώνυμου Bosch.
Το ελληνικό γράμμα Θήτα του Θανάτου προσφέρει μιαν γλωσσολογικά/φθογγολογικά γεωμετρική ενίσχυση, μιλώ παιγνιωδώς, στα παραπάνω. Δύο ημικύκλια που εγγράφονται, εμπεριέχονται σ’ έναν τέλειο κύκλο. Ο Μέγας Κύκλος σημαίνει κίνηση, γίγνεσθαι. Μια αέναη rolling stone. Και τα καύσιμα για την κίνηση αυτή, παρέχονται από τις πηγές των δύο ημικυκλίων. Άλλωστε η κινητικότητα που παρουσιάζεται στον Αχέροντα και που η Τέχνη αποτελεί τον πιστότερο θαμώνα της, μόνο ξέφρενη μπορεί να χαρακτηρισθεί και την ταξιδιωτική της ένταση, τελευταία, την απέδωσε προσφυέστατα κωμικοτραγικά στο Scoop ο Woody Allen.
Αλλά ιδού και η αντίδοση των ιδιωμάτων : δύο καταιγιστικά α (άλφα, άλεφ) στη λέξη θάνατος και το μεγαλεπήβολο ω μέγα στη λέξη ζωή. “In my beginning is my end”, λέει ο Eliot στα τέσσερα Κουαρτέτα, ”In my end is my beginning”1. Και προσοχή: εκείνο το όμικρον στο τέλος της λέξεως, που μοιάζει επικούρειο στην απόπειρά του να ζήσει μέσα στη λέξη όσο διακριτικότερα γίνεται, εφαρμόζοντας το «λάθε βιώσας» και που, θαυμαστά, το συναντούμε στις ευρωπαϊκές αποδόσεις της λέξης, Morte, Tod, Mort, ή στο ημικυκλικό U της λέξεως Μuerte, ακόμη και στο σφαιρικό και περιστροφικό و της αραβικής موت (θάνατος) ή στο ολοτελώς κύκλιο ܘ της συριακής ܡܘܬܐ (θάνατος), δεν μοιάζει να συνωμοτεί κύκλια, υποστηρίζοντας την παραπάνω γεωμετρική εξεικόνιση ;
«Για να πιστοποιηθεί αποβίωση, είναι απαραίτητο να πιστοποιηθεί νέκρωση του εγκεφάλου χωρίς κατ’ ανάγκη να έχουν ταυτόχρονα νεκρωθεί και άλλα όργανα. Θεωρείται ότι το τέλος του ανθρώπου έχει επέλθει με την λειτουργική απώλεια του κεντρικού νευρικού συστήματος (και ό,τι συνεπάγεται ψυχή), ενώ το σώμα παραμένει απλώς το σκεύος διατήρησης των οργάνων». Ωστόσο ο Spaemann αναφέρει, «οι εγκεφαλικά νεκροί δεν είναι νεκροί αλλά θνήσκοντες». Αυτά η Επιστήμη. Ως ολότελα φυσικό αλλά αδιάφορο για ενήλικες πλατς-πλουτς μειρακίου στα ρηχά του εκπληκτικού και μυστηριακού Ωκεανού της Ζωής. Αποχυμωμένο. Στείρο. Ένα είδος φυγής, «Flucht vor ihm»2 (η υπογράμμιση του Χάϊντεγκερ). Ακατηγόρητα. Ωστόσο, έγινε ζωντανός ο θάνατος3 ; Αφορά ολοζώντανα την αγωνία και τη δίψα μας ; Αποκάλυψαν αυτές οι δηλώσεις κάτι που να γεμίζει ζωτικά την ξαγρύπνια μας ; Δεν νομίζω.
Καθώς ουσιωδώς είμαστε οι οδυσσείς του Νοήματος, οι σαρκοβόροι μεταφραστές των γεγονότων σε Νόημα, θεωρώ πως πέρα από τη χρήσιμη, στο επίπεδο μιας φυσιολογίας - καθόλου εύκολης ή αυτονόητης κατά τα άλλα -, συμβολή της Επιστήμης στο γεγονός και την πραγματικότητα του θανάτου, η Επιστήμη δεν έχει να πει απολύτως τίποτε περί αυτού. Διέπεται (νιώθω τον πειρασμό να προτιμήσω να γράψω πάσχει, υπακούοντας στην ποιητική αριστοκρατική καταγωγή όλων μας) από εγγενή αλαλία. Κι αυτό διότι πλησιάζει τα όντα εξ’αποστάσεως ή εξ’επαγγέλματος, δεν τα ερωτεύεται. Ακατηγόρητα. Και νομίμως. Μπορεί, επακριβώς, να τον διαπιστώσει ή να τον καθυστερήσει. Να αποφανθεί για την οριστική διάλυση ενός οργανισμού στα ανόργανα στοιχεία του και για τον τρόπο αυτής της διάλυσης. Να αναλύσει τα συμπτώματα του θανάτου, να διασταυρώσει και να επαληθεύσει, κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, τα σωματικά δεδομένα του γεγονότος του. Ωστόσο αυτά κατά τρόπο άκαμπτα δυαλιστικό και φαινομενοκρατικό, επιτρέψτε μου να πω. Δηλαδή, ουδεμία κράσις, ουδέν συναμφότερο (βρίθει μόνο η φιλοσοφία και η Ποίηση απο αυτά). Καμιά περιχώρηση. Καμία σχέση όπως «Das äußerste Noch-nicht hat den Charakter von etwas, wozu das Dasein sich verhält»1 (οι υπογραμμίσεις του Χάϊντεγκερ). Το ζωντανό είναι μόνο ζωντανό και το νεκρό είναι μόνο νεκρό. Τελεία και παύλα, επιστημονικά, για το άναρχο και ατελεύτητο ον που αποκαλούμε άνθρωπο. Μολαταύτα, η καθ’υπέρβαση (θα έλεγα από την πλευρά της Ποίησης, όχι ανεπιθύμητη αλλά ευκταία κάποτε) μεταπήδηση τής Επιστήμης σε χώρους «εκτός» των χώρων της, ώστε να αρθρώσει λόγο νοηματοδότησης των γεγονότων και συνεπώς και του θανάτου, αν δεν είναι άκριτη και αγοραία, ευκαιριακή και πρόχειρη, όπως επί το πλείστον συμβαίνει, είναι ολότελα αναγκαία καθώς, στην αποτυχία της να νοηματοδοτήσει το Υπαρκτό λόγω των εγγενών της αδυναμιών, προσφέρει μια γονιμότατη - καθότι άχρωμη οντολογικά και μεταφυσικά - φαινομενολογία, ολότελα πραγματιστική, όπου θα προσέλθει, ιδίω δικαιώματι, ως αρμόδιος ζωγράφος η Τέχνη και η Φιλοσοφία, ώστε να αποπειραθούν να χειρισθούν το πυριφλεγές επιούσιο νόημα της παρουσίας του θανάτου.
Δεν είναι, δηλαδή, δουλειά της επιστήμης, ούτε άλλωστε και μπορεί - άλλη κατά βάση η διακονία της - να πλέξει στίχους, να δημιουργήσει μαρμάρινο κάλλος στον εκάστοτε Κεραμεικό, να παίξει μουσική, να τραγουδήσει, να χορέψει, να ζωγραφίσει, να μοιρολογήσει, να εγκωμιάσει επιταφίως. Μπορεί, εν τούτοις, να διακονήσει κυριολεκτικά ως ancilla mentis et sensus, τις παραπάνω δυναμικές νοηματοδοτήσεις του είναι. Με την προϋπόθεση πως θα κλείσει τ’ αυτιά της στις σειρήνες του ασυνειδήτου της (ή μήπως του συνειδητού πια) «να κονιορτοποιήσει μέχρις αφανισμού το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου», όπως αναφέρει εύστοχα ο Σέλερ1. Αν αρκεσθεί αυτάρεσκα στο χώρο της, με την ψευδαίσθηση πως έχει εξαντλήσει το Γεγονός (στην προκειμένη περίπτωση του Θανάτου) δια των μεθόδων της, φοβούμαι πως αναλαμβάνει άδικα και άχαρα το ρόλο αφασικού και αποχαυνωμένου θεατή τής δυναμικά πολύχρωμης παρέλασης-δράματος (δράσης) της ζωής και μάλιστα με αγέρωχη έπαρση και δείχνει να ξεχνά πως η ανάμιξή της στο γεγονός και την πραγματικότητα τού θανάτου, απολυτοποιώντας γνωσιοθεωρητικά το δικό της οπλοστάσιο, είναι απελπιστικά πληκτική, αδιάφορη και απόμακρη για την καθημερινή και ζέουσα ανάγκη όλων μας να διαλευκάνουμε, ολόθερμα και ολοζώντανα για τη ζωή μας, το συγχρωτισμό μας μαζί του. Εξάλλου, οφείλουμε να κατανοήσουμε κάποτε, πως το παιχνίδι γίνεται με πάσες και η επίτευξη τέρματος οφείλεται στην καλή ανταλλαγή τους, υπό την τεταγμένη θέση που έχει αποφασίσει ο Προπονητής. Η Επιστήμη στην Τέχνη. Η Τέχνη στην Επιστήμη. Ο Einstein το είχε αντιληφθεί καλά, γι αυτό και ζήλευε τη διαίσθηση του καλλιτέχνη. Απόπειρα γνωσιακής ολοκλήρωσης του ανθρώπου, σημαίνει προσπάθεια επιτυχούς, γνωσιολογικά, εντομοποίησής του : πεταλούδα ή μέλισσα. Η ευχέρεια της επιλογής κινείται μεταξύ των δύο. Ας περάσουμε όμως σε άλλο χώρο.
Η φιλοσοφία, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δεν ενστερνίστηκε ούτε τα εφαπτόμενα σημεία, ούτε τα τεμνόμενα αυτών των κύκλων, ούτε περισσότερο πως οι κύκλοι αυτοί εγγράφονται, εμπεριέχονται. Άρθρωσε λόγο, κυρίως, διαιρετικό και αποξενωτικό. Συνταυτίστηκε με τη θεολογία.
Η πλατωνική «μελέτη θανάτου» είναι ένα πνευματικό «γκάζι» για να αφήσουμε οριστικά πίσω μας μια κυριαρχική πραγματικότητα της Ζωής : το Σώμα. Τολμώ να προσάψω την κατηγορία της ύβρεως. Όχι, όμως, χωρίς να αναγνωρίζω πολύ σημαντικά ελαφρυντικά. Παράλληλα όμως, θέλω ιδιαίτερα να τονίσω την πλατωνική αντίληψη πως ο θάνατος συνιστά μέσον για τη γνώση της αλήθειας. Προσθέτω : αναντικατάστατο. Αποποιούμαι, όμως, κάθε θέαση που τον αντικρίζει ως μιας χρήσεως αναλώσιμο υλικό και μάλιστα καταργώντας την ιερή οντότητα του σώματος. Συνταυτίζομαι απολύτως με τον Αρτώ όταν λέει πως «υπάρχει πνεύμα στη σάρκα, ένα πνεύμα γοργό σαν αστραπή». Η ουδέτερη στάση των Στωικών, παρόλο που χρησιμοποιείται απ’ αυτούς ο όρος Φύσις – ολότελα φορτισμένος φιλοσοφικά από την εποχή των προσωκρατικών ακόμη και γι αυτό πάντοτε ενδιαφέρων – δεν μελετά προκλητικά το θέμα. Μάλιστα το κατατάσσει στα αδιάφορα ζητήματα που καθεαυτά δεν έχουν ουδεμία αξία και είναι παντελώς άσχετα με την επιδιωκόμενη ευδαιμονία1 ! Όσο για τη ρωμαϊκή στάση, δια του Σενέκα, κινείται στο ίδιο μήκος κύματος, με κάποιες συμπαθητικές, ομολογουμένως, …καλλιτεχνικές αποχρώσεις. Θεατρικός ρόλος. Αποχώρηση από συμπόσιο.
Στέκομαι στον Επίκουρο. Για να πλήξω το Das Man2, την αποποίηση δηλαδή της προσωπικής διακινδύνευσης έναντι της Ζωής, που στήνει την αιώρα του στο νου μας ώστε να ξεμπερδέψει με την Ομορφιά και τους κοπτήρες της, θυμιάζοντας τό υπόδειγμα ταχυφαγίας που έστησε ο 20ος αιώνας.
Η γνωστή επικούρεια καισαρική τομή μεταξύ υποκειμένου και ζωής και υποκειμένου και θανάτου υπό τον προβολέα, ευτυχώς, του Είναι (είμαι εν τη ζωή-δεν είμαι εν τω θανάτω, όταν εκείνος δεν είναι σ’αυτήν ή είναι σε μένα όταν δεν είμαι σ΄αυτήν κ.λ.π), είναι, εν τούτοις, ακραιφνώς παιδαριώδης και ως εκ τούτου ανίκανη να κάνει υψηλών προδιαγραφών παιχνίδι με το άκρας εμπειρικής συνθετότητας παίγνιον που έχει συστήσει η Ζωή. Η Ζωή ως αδιάσπαστο Ενιαίο, η Ζωή ως θάνατος και ζωή, ως περιέχουσα και τις δύο αυτές καταστάσεις. «Könnten wir sein ohne sie [die Toten] ?»1, αναρωτιέται δυναμικά και πάλι η Ποίηση ή «Άοσμος κι όμως πιάνεται / όπως ανθός από τα ρουθούνια / ο θάνατος»2, παίρνοντας απ’ το χέρι τη φιλοσοφία που δηλώνει «Das Sein zum Ende…gehört wesenhaft zur Geworfenheit des Daseins»3 (οι υπογραμμίσεις δικές μου). Ο Επίκουρος δεν τα υπολήπτεται, αν τα ξέρει, αυτά και χωρίζει το ΕΝΙΑΙΟ επιπόλαια παιγνιωδώς και με αβαθή ευθυμία, μανιχαϊστικά, στερώντας, ολωσδιόλου αντιρεαλιστικά, από το υποκείμενο την όντως απολαυστική εμβίωση αμφοτέρων των καταστάσεων. Ωστόσο, αν ελαφρά ρίξουμε τον προβολέα της Μνήμης στα δημοτικά μας τραγούδια, φερ’ειπείν, βλέπουμε πως απολύτως ΦΥΣΙΚΑ δεν παραδέχονται, ούτε αναγνωρίζουν τέτοιους περιορισμούς και στενότητες. Το υποκείμενο είναι παρόν και στις δύο καταστάσεις υπακούοντας αφεύκτως στο Ενιαίο του Είναι.
«…φκιάστε μ’ ωριό κιβούρι…
και στη δεξιά μου τη μεριά ν’αφήστε παραθύρι,
να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσό το βράδυ,
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’αηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε»4. Το ίδιο και αν στρέψουμε ευλαβικά το βλέμμα στο Ντουίνο : «Aber Lebendige machen alle den Fehler, daß sie zu stark unterscheiden. Engel wüßten oft nicht, ob sie unter Lebenden gehn oder Toten»5.
Θα χαρακτήριζα τον Επίκουρο, που τόσο πρόχειρα και εύκολα ανασύρεται από το φιλοσοφικό οπλοστάσιο για να χρησιμοποιηθεί αναισθητικά ως έξυπνο όπλο κατά της απειλής του Θανάτου, από μια σειρά ελάχιστα πρωτότυπων καλοκάγαθων ακαδημαϊκών φιλοσόφων, ως αναμενόμενο μεν ανεπιτυχή δε παρηγορητή. Κυρίως, διότι ενεργεί από τη μιά ως τεμαχιστής του ΕΝΙΑΙΟΥ, όπως όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις, και από την άλλη, διότι αρνείται να κοιτάξει ωμά την ανικανοποίητη άβυσσο του ανθρώπινου είναι. Και το τελευταίο αυτό το λέω υπό το ωκεάνεια απύθμενο βάθος της Επιθυμίας, της Βουλήσεως. Και η άβυσσος αυτή οφείλεται στον Κύκλο, όχι στην επεκτεινόμενη επ’άπειρον ευθεία, διότι κύκλος είναι (γίγνεται…!) η μετάπτωση των καταστάσεων στα αντίθετά τους, κατά την κίνησή τους εκτός ορίων από τις καταστάσεις αυτές, ως αποτέλεσμα πλησμονής έφεσης αυξανόμενης μέθεξης αυτών. Η ζωή όπως της αξίζει : πάντα στα άκρα σχοινοβατώντας στο μέσον. Έτσι, δηλώνω με εφηβικό πάθος εδώ, πως κάνουμε τον θάνατο «Und das Totsein ist mühsam und voller Nachholn…»1 (! Κουραστικός ο θάνατος για τους μυημένους), δεν ομιλούμε θεωρητικά γι αυτόν κυρίως, ούτε τον αντιμετωπίζουμε, με μια χρονική μετάθεσή του, ως ένα μελλοντικό γεγονός, όπως ακαλαίσθητα και απωθητικά έπραττε ο Ιβάν Ίλιτς του Τολστόη, για τον οποίον γράφτηκε μια από τις εξοχότερες, κατά τη γνώμη μου, φράσεις της οντολογίας του κοινότοπου, της οντολογίας του υπαρκτικού μικροαστισμού : «прошедшая история жизни ивана ильича была самая простая и обыκновенная и самая ужасная»2. Προσπαθούμε να πεθάνουμε. Είναι κατόρθωμα όπως διακηρύσσει ο Μάλτε Λάουριτζ Μπρίγκε. Το κατορθώνουμε αυτό, δεν παρέχεται ευκόλως και δωρεάν, ακόπως, υπό την έννοια ότι θέλουμε να τεντώσουμε Ζωή μέχρι τα έσχατα όριά μας, μέχρι να τεντωθούμε και να «σπάσει»…Καθίσταμαι ο εαυτός μου μόνον εν όψει του θανάτου μου.«Κ’εννιά φορές τον έβαλεν ο νιός το Χάρο κάτω / Μ’απάνω εις τσ’ εννιά φορές του Χάρου βαροφάνη / Πιάνει το νιό ’που τα μαλλιά, χαμαίς τον γονατίζει»3 ή ακριβώς όπως λέει ο ποιητής των καυτών ροκ βραδιών του ’60 «Τhe nights we tried to die»4 ,«Τhis is the End, beautiful friend…of our elab’rate plans….limitless…The End of…soft lies», «Μy only friend, the End…to set you free» ή ο κατά αντανάκλαση στιχουργός «and our love become a funeral pyre»5 διότι «it would be untrue…I would be a liar if I was to say to you girl, we couldn’t get much higher» ή ο έγκλειστος μυστικός της Ποίησης «es erhält sich der Held, selbst der Untergang war ihm nur ein Vorwand, zu sein : seine letzte Geburt»4 και θα σχολίαζα, εμφατικά, ελεύθεροι από κάθε περιορισμό και όριο μετοχής της Ζωής, όχι από δομικά χαρακτηριστικά της συστάσεως του ανθρώπινου είναι όπως το Σώμα, όπως έχει τη ροπή να πετσοκόβει ο Πλάτων. Ο Χάιντεγκερ σημειώνει«Im Sein zum Tode verhält sich das Dasein zu ihm selbst als einem ausgezeichneten Seinkönnen»5. Ο θάνατος αξίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον ως μπαγκέτα μαεστρική της Ζωής. Με χαρακτήρα μάλιστα επενέργειας ανα στιγμήν και μόνο. Για να τινάζει αίμα και παλμό η ζωή. Ένα συναμφότερο δημιούργημα θεϊκής διανοίας στο οποίο ευγνώμονες υποκλινόμαστε. Αλλιώς είναι ανούσια κάθε ενασχόληση μαζί του αν δεν αποφασίσουμε να το πάρουμε απόφαση πως ιστάμεθα δια παντός ενώπιον του θανάτου, πως ο θάνατος είναι προ-κείμενος, «ein Bevorstand»6 κατά Χάϊντεγκερ. Θα πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε να περάσουμε οριστικά την τάξη, στην οποία μέναμε σχεδόν δια βίου στάσιμοι, εν όψει του απολυτηρίου μας, που ονομάζεται σε άλλη γλώσσα είναι εν ελευθερία, από το σχολείο της μη συγ-χωρούσας (επικούρειας) δυαρχίας και να φανούμε αντάξιοι του Εθνικού μας Ύμνου : «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά ! »1.
Ο Θάνατος, επιτρέψτε μου, λειτουργεί όπως η Αλήθεια2. Κρύβεται. Όπως ακριβώς και η ζωή. Τελούμε υπό τον ορίζοντας της Κρυπτότητας του Κοσμικού φαινομένου. Αρμονία αφανής (νά ένα ακόμη κατηγόρημα του θανάτου). Με άλλα λόγια, τα όντα Κρύβονται διότι επιθυμούν την προσωπική εμπειρία και μετοχή τού θεωρούντος αυτά. Ζούμε σ’έναν προσωπικό κόσμο που κρύβεται. Συνεπώς, επιζητείται η ανάδυσή του από την κρυπτότητα και η «ενεργοποίησή» του, η εργαλειακή χρήση του, αν προτιμάτε, ώστε να προκύψει μείζων Αυθεντικότης. Και για να εντάξω, καθηκόντως ελληνοευρωπαϊκώς, στο σημείο αυτό τη Θεολογία στην διαλεκτική μας παλαίστρα για το γεγονός του Θανάτου, θεωρώ πως η συμβολή του χριστιανισμού στην συνειδητοποίηση και πρακτική εφαρμογή τής παραπάνω διαπίστωσης, ήταν και είναι θεμελιώδους σπουδαιότητας. Κρίνω, πως δεν πολυενδιαφέρει τόσο η πολυδιαφημιζόμενη και ουσιαστικά αστήρικτη, δογματικά και θεολογικά, νίκη επί του θανάτου ως κατ’ ουσίαν ενός εχθρικού και εκ των υστέρων υπεισερχομένου μη όντος συμβεβηκότος (!) επί του υπαρκτού όντος δια της παραπλανημένης βουλήσεως (!) (η συμβολή του Απ. Παύλου στην οριστική παγίωση αυτού τού προθεολογικού φληναφήματος είναι κολοσσιαία), όσο η ευαγγελική κλήση αναλήψεως του καθημερινού μας θανάτου, «αναλαβέτω τον σταυρόν αυτού..», και η επισήμως πια, εργαλειακή του χρήση με σκοπό την επίτευξη τής εμπειρικής βίωσης τής Ζωικής αλήθειας. Δεν πολυενδιαφέρει ο θάνατος από την προοπτική υπέρβασής του και κατάκτησης της…αθανασίας. Η ματιά, η θέασή του, είναι χρήσιμη όχι από μπρος αλλά από τα πίσω και πριν, από το Εδώ. Και η δημιουργία, ας μην το λησμονούμε, είναι πάντοτε ένα ατελεύτητο νυν. Θεωρώ πως δια του υποδείγματος του Σταυρού, ιδρύθηκε ένας τρόπος σχέσης με το θάνατο, ένας τρόπος «χρήσης» του με σκοπό να καταστεί φορείον σχέσεως και αγωγός σχέσεως1. Αποποιούμαι ως θεολογία περί του ανυπάρκτου, τη θεολογία εκείνη που κάνει λόγο για κατάργηση του θανάτου και θεωρώ πως είναι εγκλωβισμένη σε νομικά πλαίσια. Άλλωστε δεν υπάρχει ο παραμικρός επιστημονικός υπαινιγμός, πως ενδέχετο να υπήρξε ποτέ εποχή που ο θάνατος δεν υπήρχε στον βιόκυκλο της οργανικής ύλης, θέση την οποία απορρίπτει διαρρήδην σύμπασα η χορεία των πατέρων, με κάποια υποτονικά και ελάχιστα λοξοκοιτάγματα κάποτε προς την παραδοχή της. Ευαγγελικώς, θεωρώ, τα πράγματα πάνε μακρύτερα. Εκεί πρωτεύει ένα αίτημα υπερπερισσού Ζωής, έστω και δια του θανάτου ή εν τω θανάτω, όχι αυτή η μανιοκατάθλιψη καταργήσεώς του, που - επιτρέψτε μου - οσμίζομαι πως έχει τις καταβολές της στο πολιτισμικό υπόδειγμα της Μεσοποταμίας και αντλεί από την κοινή δεξαμενή του είναι της θρησκείας : αντεστραμμένη, με το κεφάλι κάτω, μυθολογική φυσιοκρατία. Δηλαδή, με άλλα λόγια, υπάρχει πάντοτε ο οντολογικός εχθρός στο είναι της δημιουργίας !
Το κατ’εμέ ηρακλείτειας σπουδαιότητας απόφθεγμα «τα φαινόμενα πάντα δείται Σταυρού…τα δε νοούμενα πάντα χρήζει ταφής»2, έχει ιλιγγιώδη πλούτο νοημάτων και συνιστά μείζον κληροδότημα για την υπαρκτική μας ολοκλήρωση. Είναι σαν να λέει, μεταξύ άλλων, «βυθίστε, κάθε στιγμή και παντού, στη θάλασσα του Θανάτου κάθε ενέργημα της ζωής σας και θα προκύψει ένα υπερπερισσόν ζωής στις πλήρεις και ακραία αποκαλυπτικές διαστάσεις της, που ούτε το φαντάζεσθε καν» ή ποιητικώ τω τρόπω και δια στόματος Ρίλκε και πάλι «Nur wer mit Toten vom Mohn
Aß, von dem ihren,
wird nicht den leisesten Ton
wieder verlieren»1. Δυστυχώς, η ορθόδοξη παράδοση ακολουθώντας την πεπατημένη, όπως αναμενόμενα και διαχρονικά πράττει και κάθε άλλη παράδοση, οποιονδήποτε χώρο κι αν στεγάζει (θρησκευτικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό), όταν μοιραία και άφευκτα αναγκαστικά επιζητεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις ανθρώπινες κοινωνίες
- οι δημόσιοι υπάλληλοι υπάρχουν παντού, σέ όλους του χώρους και αφθονούν πάντοτε - επισημοποιώντας τη διδασκαλία της και απαρνούμενη προδοτικά το άβολο, πάντοτε επικίνδυνο, διαρκώς μυκτηριζόμενο, φτυσμένο και αγιοτρόφο Περιθώριο - απαιτείται ποιητικώς προγραμματική εξαγγελία περί του αενάως Ανένταχτου των ιδεών μας από ορκισμένους ηρακλείς του πνεύματος και τέτοιοι, ανθρωπίνως, σπάνια εμφανίζονται -, θεώρησε ορθό να μονοδρομίσει τον προαναφερθέντα υπαρκτικό δρόμο και να διεκδικήσει με μονοσήμαντο - ουσιαστικά ακυρωτικό δηλαδή - τρόπο και την απόλυτη ιδιοκτησία επ’ αυτού. «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος»2, «Τίς δε κοινωνία φωτί προς σκότος ;»3. Μίξις και απόμιξίς των προς αλιείαν Ζωής, ανταπαντώ εγώ. Έτσι, κολοσσιαίες πνευματικές παρακαταθήκες όπως αυτή της Χαρμολύπης - η λαϊκή παράδοση και η Τέχνη-ελεύθερος-σκοπευτής τη διέσωσε, όχι τυχαία, ακέραιη - απονευρώνονται από την μονιστική σήμανση του περιεχομένου τους από τις παραδόσεις που προδίδουν το Ενιαίο του Είναι και συμπεριφέρονται μονοσήμαντα και όχι ενικά και ενοποιητικά.
Ο θάνατος είναι δομικό στοιχείο του Υπάρχειν. Δεν μπαίνω στον πειρασμό, που ωθεί σε πνευματική καθυπόταξη, να πω συμπληρωματικά στην ενδοκοσμική του συνθήκη. Μιλώ για το απανταχού Υπάρχειν. Συγχωρέστε με, αλλά και… μεταθανάτια. Άλλωστε ένα κατηγόρημα του ανθρωπίνου είναι είναι πως είναι θνητό ή sein zum Tode κατά τη χαϊντεγκεριανή εκδοχή, ή sein im Tode (und Leben gleichzeitig ή, αν προτιμάτε, sein im Leben durch Tod) όπως θα αντέτεινα σθεναρά εγώ, δηλαδή είναι-εν-θανάτω (και ζωή ταυτοχρόνως) ή είναι-εν-ζωή-δια-θανάτου και μάλιστα, αυτό με υπερβατολογική, επίσης, αναγωγή, ως αναφαίρετο γεγονός προς το γίγνεσθαι της υπαρκτικής του ολοκλήρωσης ή της έφεσης προς τελεία ατελέστως και πλήρη απληρώτως μετοχή του Είναι. Ας πούμε πως, κλείνοντας το μάτι στον Leibniz και στην κβαντική φυσική, υποστηρίζω τη δυνατότητα ύπαρξης παράλληλων κόσμων. Κοντολογής, ο θάνατος μετά τον θάνατο, ο θάνατος στο χώρο της «αιώνιας» αποκαλουμένης ζωής, ο θάνατος ως, υπερβατικά, υπό διαφορετική κατάσταση συστατικό και τρόπος αναγωγής στην α-λήθεια του Είναι. «Ενωδύνου καρδίας διάθεσις, αεί το διψώμενον εμμανώς ζητούσα»1, αυτό για τους στοιχειωδώς εχέφρονες σημαίνει θάνατος, είτε υπό τα κατηγορήματα της απουσίας, της στέρησης, της ανικανοποίητης επιθυμίας και του χωρισμού τον ντύσει κανείς, είτε υπό τα κατηγορήματα της απώλειας, της μεταμόρφωσης και της καταστροφής, είτε, κυρίως, υπό την προοπτική της υπαρκτικής τελειώσεως ή σωτηρίας θεολογικά. Κι αυτό γιατί ως καταλύτης , επιτρέπει τη διεξαγωγή σπαρταριστού (=σεσαρκωμένου και όχι ιδεαλιστικού) παιχνιδιού υπό τον ορίζοντα του κάλλους, της υπέρβασης των ορίων, του ζην επικινδύνως (το τελευταίο θεωρώ πως είναι και η κατ’ εξοχήν περιοχή γνωστικού εναύσματος).Η τραγικότητα της ύπαρξης, με κύρια πλευρά αυτής της τραγικότητας την απόλυτη γνώση ότι με αναμένει ο εκάστοτε δικός μου, καταδικός μου θάνατος αφεύκτως, οδηγεί με μαθηματική, τουτέστιν επιστημονική, ακρίβεια στη δημιουργία κολοσσιαίων γεγονότων ζωής. Ας στρέψουμε απλά το βλέμμα στην Ιλιάδα.
Εύκολα διαπιστώνει κανείς μια συγκρουσιακή θέση του ομιλούντος-γράφοντος με τα δεδομένα που μάς προσφέρει η αφήγηση της Γενέσεως. Δεν είναι του παρόντος να εξηγήσω, αλλά θεωρώ καθαρή ανοησία την απειλή του θανάτου που εκτοξεύεται στη Γένεση από τα θεϊκά χείλη (αν διατυπώνεται με διαφορετικό από το προαναφερθέν πρίσμα), όπως, επίσης, τη μεταγενέστερη πατερική θέση πως θάνατον δεν έφτιαξε «ουκ εποίησεν», ούτε τον επινόησε ο Θεός, αλλά τον επέτρεψε κατ’ οικονομίαν «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται», όσο και τη «μεταβίβασή» του δια του προπατορικού «ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθεν, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω πάντες ήμαρτον»1, καθώς ο πρωτόπλαστος θα απειληθεί με κάτι που δεν το ξέρει, δεν έχει την εμπειρία του (πράγμα ανόητο επαναλαμβάνω, για να μην εκφρασθώ έντονα επικριτικά και πω…«δικονομικά» χείριστο, ποταπό, σαδιστικό, άδικο και εμπαικτικό, εντελώς κατώτερο δικαιακά από ό,τι δημιούργησε ο ανθρώπινος νομικός πολιτισμός…), εκτός κι αν συμμερισθούμε - και έχουμε κάθε νόμιμο λόγο - την πολλαπλότητα της ανάγνωσης (και εδώ ο κήπος, ευτυχώς, προς αποθάρρυνση λογιών-λογιών ερμηνευτικών μονοκρατοριών, είναι οργιώδης με τα άνθη του Stanley Fish και της εγγενούς κινητικότητας του κειμένου, όσο και της δημιουργίας του απο τον αναγνώστη, της intentio operis et lectoris του Eco και προπαντός της αποδόμησης του Derrida και των θεωριών περί κειμενικότητας κ.λ.π, αλλά και - για να φέρουμε τη μπάλλα εντός της έδρας της θεολογίας που φαίνεται να ξεχνά απελπιστικά εύκολα τις αγωνίες του παρελθόντος - της αλληγορικής σχολής της Αλεξανδρείας ή της ιστορικοφιλολογικής της Αντιοχείας προς ερμηνεία της Αγ. Γραφής) και καθόλα νομίμως διαβάσουμε τα ιερά (ιερά, διότι είναι αρχετυπικά) κείμενα ελευθερίως. Δηλαδή, μήπως γνωρίζει ήδη την απειλή ο πρωτόπλαστος ; Παραθέτω μια φράση από το βιβλίο του Μάξ Σέλερ, στο πρόσωπο του οποίου συνάντησα έναν συνοδοιπόρο, «Θάνατος και μετά θάνατον ζωή»2 , με το οποίο, σε μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή πριν δυο τρεις μήνες, τράκαρα ανακουφιστικά : «η ιδέα [του θανάτου] ανήκει στα συστατικά στοιχεία της συνείδησής μας, και επιπλέον κάθε ζωικής συνείδησης» και «ο θάνατος είναι ένα a priori για κάθε παρατήρηση και επαγωγική εμπειρία που σχετίζεται με το μεταβαλλόμενο περιεχόμενο κάθε πραγματικής ζωικής διαδικασίας» καθώς και «ακόμα κι αν ήταν το μοναδικό ζωντανό πλάσμα επί της γης, ένας άνθρωπος θα ήξερε πάντα ότι ο θάνατος θα τον καταβάλει. Θα το ήξερε ακόμα κι αν δεν είχε δει ποτέ του άλλα έμβια όντα να υφίστανται τη μετατροπή σε πτώμα». Λοιπόν, μήπως ο Αδάμ γνωρίζει ήδη την απειλή ; Πριν, αποφασίσει, να της αδιαφορήσει ; Και μήπως το τρομερό αυτής της απειλής συνίσταται στο ότι προειδοποιεί τιμωρητικά για το ενδεχόμενο αποκοπής από το ΕΝΙΑΙΟ της ζωής, το ΕΝΙΑΙΟ του Είναι (έστω και ως πεποιημένο, τεχνητό σενάριο από μέρους του Θεού…) ; Να συνιστά, δηλαδή, μια μη διαλεκτική προοπτική μονοδιάστατου ορίζοντα της…Ζωής, της δια του συμβόλου του θανάτου δηλαδή απόμιξης της συνουσίας θανάτου-ζωής, κάτι σαν εκείνο για το οποίο ψέγω τον Επίκουρο, τον Παύλο και τους στείρους παραδοσιοκράτες συνεχιστές αυτής της αντίληψης ;… Στη σκακιέρα του Θεού δεν λείπουν πιόνια και στο simultanée1 που παίζει ο Θάνατος κατ΄εντολή του Δημιουργού και από κατασκευής Κόσμου, αλλά και…προ «του τον Κόσμον είναι»2, το πιόνι του είναι εκείνο της βασίλισσας, εξ ου και το θηλυκό του γένος στις ευρωπαϊκές γλώσσες, muerte, morte, mort.
Αν συμφωνήσει κανείς πως είμαστε καταδικασμένοι να πραγματοποιούμε και να γευόμαστε μιαν «ατέλεστη τελειότητα», και πως τίποτα δεν χάνεται (συνηγορεί η θερμοδυναμική εδώ και ο α΄ νόμος της) τότε καλά θα κάνει να πάρει οριστικά απόφαση πως διαγύζιο με τον θάνατο δεν εκδίδεται και θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν τις καίριες επισημάνσεις από την κλίμακα του Σιναϊτη, που συνηγορούν, θαρρώ, για τα παραπάνω : « Μνήμη θανάτου εστί καθημερινός θάνατος»3. Ποιός μιλά πια για μέλλον ; Καθ΄ώραν πραγματώνεται το γεγονός του ολικώς, ενιαίως, ζην. «Ώσπερ πασών τροφών ο άρτος αναγκαιότερος, ούτω πασών εργασιών η του θανάτου έννοια»1, θα συμπλήρωνα και η του θανάτου πράξις. «Η του θανάτου έννοια απύθμαντον (!) καλούσι…άφθαστον (!) την εργασίαν κέκτηται»2 μα βέβαια, καθότι βρισκόμαστε στην από εκείνη τη μεριά θάλασσα, κατευθείαν στην παραλία του μεγάλου Ζήτα. «Δόκιμος μεν πάντως ο καθ’ ημέραν τούτον προσδεχόμενος’ άγιος δε, ο καθ’ ώραν τούτου εφιέμενος»3 «Η καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου»4 αφού «ου γαρ εξαρκεί η ημέρα…πληρώσαι ανελλιπώς»5. Πλατωνισμός ; Παραδεισολαγνεία ; Δεν νομίζω.
Αναγνωρίζω - συνειδητά αντιεκκλησιαστικά - ένα είδους ευκοσμία στο Θάνατο. Τόσο στην κατάστασή του καθεαυτήν (ευκοσμία μελών, αρμονία, απόλυτη μετοχή στο λόγο της οντότητας του θανάτου…), όσο και στο εισοδικόν (ζην ενώπιον θανάτου) πριν την παράδοσή μας στην ανάσα του, όπως ακριβώς παραδειγματίζει το χτένισμα και ο καλλωπισμός των τριακοσίων πριν τον άφευκτο χαμό τους6. Ζουν αισθητικώς ενώπιόν του. Μάλιστα ευκοσμία που έρχεται, περιπτωσιολογικά, σε αντίθεση με την …«παρδαλή» ευκοσμία (καλαισθητικά λεχθέν) της ζωής. Εκείνη του κάθε λογής υπαρκτικού κιτς, της κάθε λογής νεοβάρβαρης εταιριοκρατικής διασκέδασης, αλλά και εκείνης της ειλικρινούς και περικαλλούς άστοχης όμως και φάλτσης, δυστυχώς, ανοίκειας και γι αυτό άκοσμης στάσης ή κίνησης προς μετοχήν του Είναι (καθότι γηράσκουμε και νεάζουμε αεί διδασκόμενοι7 και μέχρι να διδαχθούμε διαπράττουμε πλείστες καθημερινές άτοπες ασχήμιες. Αυτό που σε ανώριμες και καταλυτικά ενοχοποιητικές γλώσσες αποκαλείται αμαρτία). Ο Θάνατος δεν ασχημονεί σ’αυτή τούτη την (παραδεδεγμένη) κατάστασή του. Η ζωή, αντιθέτως, έχει τη δυνατότητα να το πράξει. Υπό μία οπτική, τον αντικρίζω χρησιμοποιώντας τα λόγια του Hesse από τον Demian, … «ελαφρώς» παραλλαγμένα, αν μπορεί ποτέ να χαρακτηρισθεί ελαφριά η παραλλαγή από την υποτακτική στην οριστική έγκλιση του Είναι, «schön und geordnet ist (sei)»1 (όμορφος και εύτακτος).
Στο σημείο αυτό, και για να αρχίσουμε να εντάσσουμε πιο δυναμικά την Τέχνη στην παρούσα διαπραγμάτευση του γεγονότος του θανάτου, αξίζει να στρέψουμε την προσοχή μας στην σημαντική περίπτωση Νοβάλις ή κόμητος von Handenberg, που ολότελα απωθητικά προσγράφεται ρομαντική στις ιστορίες της λογοτεχνίας, κι ολότελα ηλίθια βαφτίζεται μυστικισμός. Υπερπηδώντας κάθε είδους «λογοτεχνική» ανάλυση, τολμώ να την περικλείσω σ’έναν αφορισμό, αφού διαισθάνομαι πως είμαστε προικοδοτημένοι με υλικό που μάς χάρισε ο Μεγάλος Περιέχων Κύκλος : είμαι όπου η Αγάπη μου είναι2. Οντολογικώς. Αν οδεύσει στην απώλεια, ακολουθώ. Ευτυχώ στην «απώλειά» μου μέσα στο σχεσιακό γεγονός. Όσο απόλλυμαι τόσο υπάρχω. Έτσι, απλώνω την αγάπη μου στα μέλη μου και ζω στην κατάστασή της. Αυτό το άπλωμά της στα μέλη μου, η επάλειψη του σώματός μου μ’αυτήν, είναι εναρμόνιο. Δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Δεν υπάρχει δυσαρμονία στο Είναι. Ή αν προτιμάτε, η δυσαρμονία είναι η άλλη πλευρά της αρμονίας του. Κάθε σχήμα που Εκείνη υιοθετεί, συνιστά για μένα παράδεισο. Δηλαδή υπαρκτική ευσχημοσύνη. Σωτηρία, δηλαδή ολοκλήρωση. Αν διαλέξει να περπατήσει ή να σταθμεύσει στα βασίλεια του θανάτου, τότε ακολουθώντας την ο νεκρός μου είναι φυσίζωος. Η μετοχή μου στην παντοπία της υπάρξεώς της, μου διασφαλίζει ακέραιη την εμπειρία του Κάλλους ως συνύπαρξης και δείπνου με τον ελκυστή τής αβύσσου τής επιθυμίας μου. Και ο ελκυστής είναι η Ζωή, δηλαδή η Αγάπη, δηλαδή η Ζωή. Και χωρίς ουδεμία λογοδοσία βρίσκεται όπου της αρέσει. Και εν τω θανάτω. Απλά. Ποιός δεν έχει εμπειρική γνώση, όταν καταδύθηκε στο «σκοτεινό φως του Έρωτα»1, της εξής στιχομυθίας των ερωτευμένων :
Α(β) - Δεν ρωτάς πού θα πάμε ;
Β (α) - Όχι.
Α (β) - Γιατί ;
Β (α) - Μα αφού θά ’μαι μαζί σου.
Αυτό ακριβώς εννοώ. Και νομίζω πως όλοι γνωρίζουμε αυτόν τον ψυχικό τόπο.
Ως εκ τούτου, «Endet nie des irdischen Gewalt ?», «Trägt nicht alles, was uns begeistert, die Farbe der Nacht?», «ich fühle des Todes verjüngende Flut», «zur Hochzeit ruft der Tod», «…liebliche Sonne der Nacht», «Himmlischer, als jene blitzenden Sterne, dünken uns die unendlichen Augen, die die Nacht in uns geöffnet»2
Στο σημείο αυτό, είναι ώρα πια, να επιστρατεύσουμε τη γεωγραφία. Να ενεργοποιήσουμε την έννοια του χώρου. Κρίνω, λοιπόν, πως υπάρχει ένας και μοναδικός Τόπος όπου η πραγματικότητα των κύκλων μπορεί σαφώς και φυσικά να γίνει ορατή. Και το λέω με κάθε δυνατό ρεαλισμό. Για να υπάρξει αυθεντικό, αληθινό άνοιγμα των όντων και του Είναι στην ανθρώπινη συνείδηση, δηλαδή τα όντα και το Είναι να ανοιχθούν διαλεκτικά σ’ αυτήν, απαιτείται συγκεκριμένος Τρόπος, Τόπος, Κατάσταση. Ο Τρόπος ή ο Τόπος αυτός δεν είναι μια επιλογή ή μια έφεση ατομική μεταξύ άλλων. Είναι καταγωγικά, απριορικά Δοσμένος. Η συνειδητοποίηση αυτού του Τρόπου-Τόπου δεν αποτελεί διακόσμηση, γαρνίρισμα ή ποίκιλμα στη σχέση του ανθρώπου με τον Κόσμο και τα εν αυτώ υπό τον ορίζοντα της Γνώσης, αλλά αποκαλύπτει το κατεξοχήν γνωσιολογικό εργαλείο με καθαρά ρεαλιστικό, στυγνά πραγματιστικό χαρακτήρα, που δόθηκε στην ανθρώπινη φύση. Μιλώ για τον Τόπο της Αγάπης1. Η Τέχνη, δια της Ποιήσεως, ομολόγησε : «l’ amor che move il sole e l’ altre stelle»2. Νιώθω πως ζώντας με το θάνατο και ψηλαφώντας τον τόν αγαπώ και πως οφείλω να τον αγαπήσω ολοένα και περισσότερο ώστε να Μάθω γι αυτόν, ακολουθώντας πιστά την παρακαταθήκη «έγνω την γυναίκαν αυτού» και «εις σάρκα μίαν». Ξεχασμένα και παραποιημένα πράγματα από την …επίσημη (!) εκκλησία, όχι εκείνη την καθόλου που εκ φύσεως ζούμε όλοι. Ας είναι. Ένιωσα, κάποτε, βαθιά ειρήνη (αυτό που σε εμπορικότερη, ίσως, γλώσσα λέγεται συμφιλίωση) και έναν ζεστό ήλιο αφανισμού εν ζωή (!!!), ένα κυριολεκτικά ηλιόλουστο νεκροταφείο3, όταν θέλησα να θέσω την παλάμη τού θανάτου στο μάγουλό μου για ένα χάδι. Δεν θα μιλήσω γι αυτό περισσότερο. Όμως, αντ’αυτού θα παραθέσω, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που του οφείλουν οι αιώνες βαθεία υπόκλιση. Όποιος βίωσε ξέρει. Σε όποιον αποκαλύφθηκε το πλήρωμα, beyond thinking, γαληνιά βασιλευόντως. Όποιος απλά ακούει, δεν έχει ξεκινήσει καν. Σπασμένο Καράβι. Γιάννης Σκαρίμπας.
«Σπασμένο καράβι νάμαι, πέρα βαθιά
- έτσι νάμαι -
με χώρις κατάρτια, με χώρις πανιά
να κοιμάμαι.
Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω,
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω.
Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
-έτσι νάναι!-
και τα βράχια κατάπληχτα και τ’αστέρια μακριά
να κυττάνε..
Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές
-δίχως χάρη-
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μεσ’σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι.
Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό
- έτσι νάμαι -
σ’αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό
να κοιμάμαι…1
Έτσι, ένα ερώτημα προς κάθε αποδέκτη: Μπορεί κανείς να μιλήσει έξω απ΄την Αγάπη ; Μπορεί κανείς να αρθρώσει αυθεντικό λόγο για τον Κόσμο εκτός τής καταστάσεως της αγάπης ; Αν υποθέσω πως συμφωνούμε επ αυτού, τότε ανακύπτουν δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, αν οι πατέρες της εκκλησίας (ή οιοσδήποτε άλλος σε κάθε άλλο γνωστικό τομέα) δεν αγάπησαν το θάνατο, δεν εξέφρασαν έγκυρο λόγο περί αυτόν. Δηλαδή, εννοώ πως αντίκρισαν το θάνατο και το γεγονός του ως αντικείμενο, τον αντικειμενοποίησαν και τον εξέβαλαν, τον έθεσαν έξω, διέγραψαν τη Σχέση μαζί του εντός του υποκειμένου. Καθότι δεν αγαπώ σημαίνει αντικειμενοποιώ2. Τεμαχίζω τον Κόσμο σε άπειρες οντότητες που δεν σχετίζονται ουσιωδώς με το εγώ-ως-εγώ, δηλαδή με το άδειο, από κάθε άλλο θεωρούμενο έτερο ον, υποκείμενό μου. Το συνείναι (mitsein) πυροβολείται εξ επαφής και εν ψυχρώ. Η Τέχνη, δια του εφηβικού στόματος, ορθοτόμησε πως Je est un autre3, στην επιστολή του Αλχημιστή. Ωστόσο, υπό την παραπάνω οπτική, εγώ σημαίνει κενότητα όντων εν εμοί (εγώ είναι μη ον εν εμοί και κτήσις εμού δι εμού) και πλήρης κατοχή μου από εμένα τον ίδιο, που σε έσχατο λόγο συνιστά α-νόητη, ακίνητη (!) και αγνωστικιστική ταυτολογία, που υποψιάζομαι πως συνουσιάζεται με το Ανύπαρκτον. Δεύτερον, αν τον αγάπησαν4 αντιφάσκουν με τον εαυτό τους και τη διδασκαλία που υιοθέτησε η εκκλησία, πως ο θάνατος είναι ο μέγιστος και … ανύπαρκτος (!) («θάνατον ο Θεός ουκ εποίησεν») ουσιωδώς εχθρός και πως η ακοινωνησία μαζί του συνιστά προϋπόθεση της αληθούς πίστεως στο ευαγγελικό (!) μήνυμα. Συνεπώς, αφού εξέφρασαν έγκυρο λόγο περί αυτού - και εγκυρότητα δεν σημαίνει άλλο από λόγο αυθεντικά αφορώντα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την εμπειρία και το βίωμα εκάστου άλλου - τον αγάπησαν (ή με άλλα λόγια επιστράτευσαν τη ρηματική συνταγή «έρχου, ίδε και γνώθη»). Και μ’αυτό έδειξαν αναγκαστικά πως ο θάνατος είναι ον, πως οντοποίησαν το θάνατο, πως ανήκει ουσιαστικά στη Ζωή και πως συνείναι μαζί της διαυγάζοντας γνωστικά τους προσερχομένους.
Συμμετέχω και συντάσσομαι με την εκκλησιαστική απορία και το δέος μπροστά στο μυστήριο τής λύσεως, καθώς δεν μπορώ, ίσως, να θεμελιώσω στο γεγονός αυτό πια λόγο περί ανθρώπου. «Όντως φοβερότατον το του θανάτου μυστήριον ! Πώς…βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυίας ο φυσικότατος δεσμός…»1. Αντικρίζω το μυστήριο τού, κατά φαινόμενον, διχασμού του υποκειμένου «…όταν ίδω εν τοίς τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού, πλασθείσαν ημίν ωραιότητα, άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος, ω του θαύματος ! Τί το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον;»2 και γνωρίζοντας το συνταρακτικό «Αρχή μοι και υπόστασις το πλαστουργόν σου γέγονε πρόσταγμα’ βουληθείς γαρ εξ αοράτου τε, και ορατής με ζώον συμπήξαι φύσεως…»3. Ωστόσο με διακατέχει βαθιά η Αίσθηση ότι ο άνθρωπος οφείλει να πατά σε Δύο βάρκες που πλέουν στη Μία μεγάλη θάλασσα. Και αναγκαστικά το κάνει. Και αυτό αενάως. Αισθανόμαστε, ευτυχώς, πως η νεκρώσιμος ακολουθία λέει μισή την αλήθεια και μάλιστα υπό ειδική οπτική γωνία. Αισθανόμαστε πως είμαστε πάνω, δίπλα ή κάτω από τα λεγόμενά της. Πως ριζικά τα υπερβαίνουμε. Πως - κι αυτό είναι το εκπληκτικό - ουσιαστικά, σχεδόν ελάχιστα ή καθόλου μάς αφορούν ! Όποιος μετείχε σε μια νεκρώσιμη ακολουθία προσφιλούς και αγαπημένου του προσώπου γνωρίζει. Με άλλα λόγια, αντιτάσσομαι (συμφωνώντας) στην θέαση του Δαμασκηνού και λέω πως δεν υπάρχει το μή είδος, πώς ο Κόσμος είναι καταδικασμένος στο Σχήμα, στην Μορφή, στο Είδος, μηδέ εξαιρουμένου του θανάτου ούτε του χάους ή της αβύσσου και κρίνω πως μια τέτοια θεώρηση του Γεγονότος (ο όρος Γεγονός εδώ με κάθε δυνατή υπογράμμιση. Γίγνεται ο θάνατος όπως και η ζωή και το λέω τηρώντας εύλογη απόσταση από μιά παθητική του σύνταξη και θεώρηση. Δεν παθαίνω θάνατο, δεν παθαίνω ζωή.), του θανάτου, όπως αυτή της ευταξίας και του κάλλους για τα οποία αναφέρθηκα παραπάνω, δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε μιαν Ολική θεώρηση της Ζωής, πέραν των συμβάσεων καλού και κακού, φωτός και σκότους, ύψους και βάθους. Μια θεώρηση που θα περιέχει, θα εμπερικλείει, θα συνέχει τα δύο καταλυτικά μεγέθη του ανθρώπινου βίου: της ζωής και του θανάτου. Επαναλαμβάνω πάλι, λοιπόν, με αφορμή αυτές τις επισημάνσεις, πως γεωμετρικά εκφραζόμενος κάνω λόγο για Κάτι - ας το ονομάσουμε φροϋδικά Das Es (Εκείνο, Αυτό) - που σαν ένας μεγάλος κύκλος εμπεριέχει δύο αλληλοτεμνόμενους άλλους μικρότερους κύκλους, που ονομάζουμε γέννηση και θάνατο ή ζωή και θάνατο, με το όνομα του περιέχοντος Κύκλου να μένει απολύτως και κυριαρχικά στο χώρο του αρρήτου, αλλά με την εξαιρετικής σημασίας προσθήκη, στο σημείο αυτό, πως υποδηλώνεται και ψηλαφείται έμμεσα, ΜΟΝΟ δια της δημιουργίας της Τέχνης μέσω των παντοειδών εργαλείων της και της εκασταχού έν-τεχνης (εν τη τέχνη και μόνο, δηλ. εν τω ζην εν σώματι τη Ζωή και όχι διανοείσθαι εκομμένως, ασωμάτως, περί αυτής) αισθήσεως ή συναισθήσεως1. Διαφορετικά δεν θα συνέβαινε «τω νοϊ» μια τέτοια σύλληψη «ει μη πρότερον» δεν εκδηλωνόταν «τη αισθήσει». Σε μια τέτοια πρακτικοθεωρητική στάση εντοπίζω αρκετές συγγένειες, με κορυφαίες, ως παγκοίνως γνωστές, την όψιμη νιτσεϊκή θέση για το Jenseits von Gut und Böse (πέραν του καλού και του κακού), όσο και την πρώιμη αρχέγονη αντίληψη της Γενέσεως που υπερθεματίζοντας την εν μέρει αβαθή, μαθητικά, νιτσεϊκή θέση - κρίμα που δεν το αντιλήφθηκε αυτό ο αγαπημένος Φρειδερίκος - δηλώνει πως η απομάκρυνση από τη συνθήκη της ολικής γυμνότητας, ως ολικού τρόπου εμπειρίας του Είναι, αλλά ακόμη περισσότερο ως προϋπόθεση για την συνείδηση αφενός της αχρωμίας του Είναι των όντων και εν συνεχεία της κινητικότητάς τους, κατά συμβεβηκός, προς την αναγκαιότητα ενός χρώματος (καλού και κακού, αλλά και του συναμφοτέρου των ως κατεξοχήν πλήρους παλέτας), ώστε εν τω γίγνεσθαι να συσταθεί Ζωή, η οποία, ακριβώς, θα εμπίπτει, για να αποκαλύπτεται ανακαινιζόμενη και νοηματοδότρα, στα δύο θεμελιώδη συστατικά της ζωή-Θάνατο, συνιστά έκπτωση, σημαίνει ανθρωπολογική υποστροφή και το συμβολίζει με το δέντρο (να φανταστώ πως από τα φύλλα αυτού ακριβώς του δέντρου έραψαν «εαυτοίς περιζώμματα» ;) της γνώσεως του καλού και του κακού, που παράγει θάνατο καθότι διχάζει το Ενιαίο, οδηγεί υβριστικά στην ανυπαρξία το μεγάλο Κύκλο που έκανα λόγο πριν.
Δηλαδή, η μη Ολική θεώρηση-λατρεία της Ζωής, αλλά η μανιχαϊκή ταξινόμησή της, ο διχασμός του Είναι, τα στεγανά των προσήμων των καταστάσεων, η κανονιστική αναγκαιότητα για τη σύσταση κοινωνιών (δηλ. της κοινωνικής-πολιτικής φύσεως του ανθρώπου κατά Αριστοτέλη) με σκοπό τον αφανισμό της διαλυτικής λειτουργίας της αυθαίρετης βούλησης που θα συνιστούσε homo homini lupus, αποφασίζουν αυθαίρετα (εξ ου και η σχετικότητα της Ηθικής) τόσο για την ιεράρχηση, όσο και για το διαχωρισμό και τον χρωματισμό των οντοτήτων, επιφέροντας αφύσικα και μη οντολογικά (κάτι σαν ένεση ανυπαρξίας, σαν οντοποίηση του μη όντος) τη διχοστασία και το μονοσήμαντο στη θέση της Ολικής πολυωνυμίας, της πολυσημίας, της φιλοξενίας των αντιθέτων, της Ολικότητας του Είναι. Εδώ, φυσικά, θα πρέπει να τονισθεί πως ο λόγος που νοηματοδοτεί έτσι ή εξετάζει, θεωρεί, το Είναι, απαραιτήτως και αναπόφευκτα περικλείεται Εντός της ενδοκοσμικής κατάστασης του υπάρχειν και όπως σ’αυτή φανερώνεται το Είναι. Μια περαιτέρω εξέταση της «λειτουργίας» του, μόνο στο χώρο της λογικής εικασίας και της αναλογικής εξεικόνισης θα μπορούσε να εμπίπτει, χωρίς απαιτήσεις για κάποια εμπειρική και κοινωνήσιμη διαπροσωπικά πιστοποίηση των υποθέσεων.
Παράλληλα, καθώς έχω ερωτηματικά δηλώσει στο έργο μου «ΧΑΣΜΑ ΕΝ ΛΟΓΩ ΚΑΙ ΡΥΘΜΩ», στο μέγα ποταμό της οντολογίας κυλούν πολλά νερά των ποταμών της ψυχολογίας ή του θυμοειδούς αν προτιμάτε - παρεκβατικά εδώ αναφέρω πως πιστεύω ότι πολύ κακό έκανε η τέλεια άρνηση αυτής της πραγματικότητας από τη θεολογική γενιά του ’60, που επιμένει νευρωτικά ακόμη και σήμερα σ’αυτή τη στάση, σε σημείο που απορεί κανείς για την αναγνωστική της ικανότητα να διαβάσει επαρκώς τουλάχιστον τον Χάϊντεγκερ και την κατ’ επανάληψη Stimmung1 που αναφέρει, ξεχνώντας πόσο ο τελευταίος εξέθρεψε την λακανική προσπάθεια - επικαλούμαι εδώ, ενισχυτικά της θέσης περί του ΕΝΙΑΙΟΥ του Είναι, τον ενορμητικό δυισμό που διαγράφεται στο φροϋδικό έργο «Πέρα από την αρχή της ηδονής» (Jenseits der Lustprinzip…) (το σημαντικό αυτό, νιτσεϊκώ τω τρόπω, Πέρα (Jenseits), τα λέει όλα νομίζω), καθώς και στο έργο «τελειωμένη και μη τελειωμένη ανάλυση» (άλλος υπέροχος τίτλος), όπου ορολογικά χρησιμοποιείται η λέξη Θάνατος όπως και η λέξη Έρως, κατά τρόπο εμπεδόκλειο, όπου οι ενορμήσεις αυτές θεωρούνται υπό ΕΝΙΑΙΟ (το ψυχικό πεδίο) πρίσμα. Οι ενορμήσεις της ζωής (Έρως) και της καταστροφής (Θάνατος) ισοδυνάμως και ως οικουμενικές αρχές, όπως εύστοχα δηλώνεται από τους Laplanche - Pontalis, εντάσσονται στο Ψυχικόν Όλο εκ φύσεως. Η Triebkraft, η δύναμη των ενορμήσεων, είναι καθοριστική συνιστώσα, μεταξύ άλλων, για τα όνειρα, ξυπνητά ή καθ΄ύπνους΄ για το υλικό από το οποίο, κατά Σαίξπηρ, είμαστε φτιαγμένοι και όχι μόνον. Αλλά σπουδαιότερο ακόμη είναι η διαλεκτική θεώρηση αυτών των δύο θεμελιωδών ενορμήσεων. Σχετίζονται, λοιπόν, οι αντιθετικές αυτές ενορμήσεις Ερως - Θάνατος (μέγα μέρος της Ποίησης ενδιατρίβει σ’αυτά), μείγνυνται πραγματικά και πραγματικά διϊστανται και διαχωρίζονται. Στη φροϋδική ανάλυση, ωστόσο, υπάρχουν αρκετά κενά που περιμένουν να γεμίσουν. Δηλαδή, μεταξύ άλλων, πώς εννοείται η συνένωση των ενορμήσεων (εδώ η Ποίηση και γενικά η Τέχνη ευκολότατα και με μεγάλη άνεση μπορεί να συμβάλλει αν τής δώσουν την οφειλόμενη σημασία), με τήξη, συνδυασμό, μίξη και αποχωρισμό ; Θα έλεγα πως «θεωρητικά», δεν θα είχα καμιά δυσκολία να χρησιμοποιήσω εδώ όλον τον Όρο της 4ης Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας τόσο για την τελειότητα μιάς εκάστου όσο και για την ένωσή τους, «τέλειον τον αυτόν εν…και τέλειον τον αυτόν εν» και «δύο φύσεσιν ασυγχύτως ατρέπτως αδιαιρέτως αχωρίστως …ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν σωζομένης δε μάλλον…», προσθέτοντας όμως στην ένωση των δύο και ό,τι απλά ονομάζουμε κουβάρι. Ωστόσο, ένα ασύγχυτο, υπερφυώς και αρρήτως κατά Wittgenstein, όχι όμως άγνωστο στην Αίσθηση (κατεξοχήν φορείο της η Τέχνη), και όχι μπερδεμένο κουβάρι’ μιαν ασύγχυτη δηλ. σύγχυση και ένα εναρμόνιο φύρδην-μίγδην ως μια απόπειρα κάλυψης αυτών των κενών. Όμως, για μια αναπαυτική θεώρηση και βίωση όλων αυτών των κουραστικών, ομολογουμένως, θεωρητικών ανιχνεύσεων, θα υποδείκνυα ανέτως το δημοτικό-λαϊκό πανηγύρι του χωριού και τον γάμο ή την κηδεία (μουσειακά πια είδη, δυστυχώς, λόγω βαρβαρικής υποστροφής στο κυριάρχο εξαμερικανισμένο μοντέλο ευδαιμονισμού, χείριστης μάλιστα εντόπιας προσλήψεως, χωρίς ίχνος διυλύσεως όπως διαχρονικά έπραττε ο ελληνισμός), όπου, υπό ανώτατο πολιτισμικό υπόδειγμα, βιώνεται ανέτως και εν ειρήνη όλος ο Ηράκλειτος και οι προσωκρατικοί, δίχως, αυτονόητα, να χλωμιάζουν μπροστά στα διλήμματα της κράσεως των αντινομικών ενορμήσεων.
Στην αντίθετη εκδοχή από εκείνη του Ενιαίου της Ζωής που πρότεινα παραπάνω, αν τα μεγέθη του θανάτου και της ζωής, ως δύο τεμνόμενοι κύκλοι τουλάχιστον, ήταν ασχέτιστα και αντικοινωνικά θα έπρεπε να διατηρούν στην επικράτειά τους, καθόσον αυτή βρίσκεται στην κυριαρχία τους, πλήρως όλα τα ιδιώματα που αρμόζουν σ’αυτήν. Όμως να που ο έρωτας, που πέραν της φροϋδικής ορολογίας ως Lustprinzip, θεωρείται ως κατεξοχήν ζωική εκδήλωση αναλαμβάνει την απώλεια, τη φθορά, το τραύμα, την βίαιη καταστροφή, θά ’λεγα εν συντόμω, μια ιδιαίτερη μορφή ενθουσιαστικής εκμηδένισης (διαλέγω με προσοχή αυτές τις λέξεις, τόσο για το ιστορικό όσο και για το οντολογικό τους βάθος) για να εκδηλώσει δια της απώλειας των ιδιωμάτων της ζωής και τον προσεταιρισμό των ιδιωμάτων του θανάτου την πλέον ένθεη βακχεία, την πλέον μανιώδη λαγνεία μας για τον Μεγάλο Κύκλο που αποκαλώ Ζωή με κεφαλαίο: Το ερωτικό σώμα. Όχι απλά έλξη. Ένας ασίγαστος και αενάως ακόρεστος πόθος. Η απόλυτη αιτία ώστε να καταστούμε παρανάλωμα του πυρός σε όλες τις αιωνιότητες. Και ιδού, κατέφθασε. Ειρηνικά μαύρος όπως ή Νύχτα και αμετανόητα πηχτός όπως λίγο πρίν την αυγή. Γρατζουνιές, δαγκώματα, μώλωπες, σκορπισμένα υγρά, άτακτη και όχι εύτακτη - κατά το υπόδειγμα της ζωικής αρμογής - διάχυση χυμών, εκκρίσεων, σωματικών στάσεων, χειρονομιών και σχημάτων, πόνος1, αίμα…Αυτή, πάλι και πάλι, η ιδιαίτερη μορφή αγαπητικής-εκστατικής βίας. Η στιγμή Climax εξεικονισμός θανάτου. Ένα τσάκισμα. Μια πτώσις-πτώμα (...) στην απόλυτη στιγμή της ζωικής εκρήξεως ! Η …κλάσις του…σώματος. Τόσο τρελαίνεσαι θεώμενος και ορών, που μια ακόρεστη δίψα να «εξαφανίσεις» με παραληρηματικό έρωτα το θέαμα-αγαλλίαμα των ματιών σου σε κατακυριεύει. Τόσο ποθείς που, μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερο κι ωστόσο κοινά απαντώμενο εγγενώς σε κάθε εκδήλωση της ζωής, επιζητείς, θέλεις να καταστρέψεις. Μα για στάσου. Εδώ δεν είναι που κολλάει παραδειγματικά, παραβολικά, εξεικονιστικά, η ευαγγελική εκείνη ωμοφαγία της σαρκός και του αίματος του Κυρίου ; Αλλιώς, δεν έχουμε μέρος μετ’ αυτού ! Και δικαίως. Ωμοφαγία θανάτου, δηλαδή άπεφθης ζωής. Μελιζόμενοι, διαιρούμενοι και…μηδέποτε δαπανώμενοι2. «Αι της αγάπης μαχαιριά, …τρεμάμενο αίμα του έρωτα, …πληγή που ανάβλυζε ευωδιές φιλιών και μουσική» λέει το άσμα, «Το χέρι του θανάτου χαρίζει τη ζωή» μαρτυρεί η Ποίηση «και ύπνος δεν υπάρχει», ή «Γογγύλα, Γογγύλα να σ’ανασαίνω περιπαθώς μέσα σε τάφο!». «Σκληρός ο λόγος», …σκληρός ως άδης, «τίς δύναται αυτού ακούειν ;». «Aπήλθον πολλοί». Βεβαίως. Αναμενόμενο. Δεν αντέχει πολύ πραγματικότητα ο άνθρωπος. Δεν αντέχει πολλή ομορφιά. Δυσφορεί και δυσπραγεί στα καλαισθητικά γεγονότα. «Denn das Schöne ist nichts als des Schrecklichen Anfang»1. Δεν επέλεξαν τυχαία οι θρησκείες της Άνοιξη για να εγκαταστήσουν το γεγονός του θανάτου. Ούτε και χώθηκαν ιλαρά στιχηραρικά και ειρμολογικά μέλη, στον πλάγιο του β΄ ας πούμε, καταμεσής του Πάθους. Ποιός ανόητος διακήρυξε πως το Φως δεν είναι σκληρό ; Και μάλιστα εδώ στην χώρα του Ακάλυπτου, την Ελλάδα. Καταδικάζεσαι να βλέπεις. Σύρεσαι δέσμιος στο Φως. Ακάλυπτος. Απροστάτευτος. Οίκοθεν. Οίκαδε.«Αι Σκοτεινό Φώς του έρωτα», «Αγγελικό και μαύρο Φως», «Μόλις είν’έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος»2. Πως η Ομορφιά δεν έχει κυνόδοντες ; «Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει» (ανυπόφορη ως θάνατος η Ομορφιά της ζωής..). Πως η ζωή για να βρει τον εαυτό της δεν σχεδιάζει κυκλικά να διασπάσει τα όριά της ; Η ε πιβλητική βία του φωτός. Αλήθεια, έχει κάτι λιγότερο από την επιβλητική βία του Θανάτου ; Αλήθεια, είναι κάτι λιγότερο από κραταιά, αμφότερα, και ΕΓΓΕΝΩΣ βίαια και τα δύο (σκεφθείτε, απλά, πώς και πόσο μάς επιβάλλεται, αναπόδραστα, η ζωή όπως ακριβώς και ο θάνατος, για να γευθείτε κάπως αυτό που εννοώ όταν λέω ΕΝΙΑΙΟ της Ζωης) ; Άλλωστε το הםלשל םירישה ר י ש (Άσμα Ασμάτων) το λέει ξεκάθαρα «κραταιά ως θάνατος αγάπη, σκληρός ως άδης ζήλος». Όσον αφορά στην Τέχνη, η Ανδαλουσία δια στόματος Λόρκα στο γήπεδο του Duente επιμαρτυρεί αρκούντως για όλα τούτα, δίχως να επεκταθώ περισσότερο.
Ή μήπως να το κάνω συγκρίνοντας δυό στάσεις ενώπιον του γεγονότος του θανάτου ; Είναι πειρασμός. Και, φυσικά, του υποτάσσομαι εν όψει φωταγωγικού ταξιδιού Ζωής επί ποινή θανάτου. Ιδού λοιπόν, μια και εισαγάγαμε την Τέχνη ως κατεξοχήν όργανο αποκαλύψεως, η κοινότοπη, συμβατική και προκάτ στάση των συμβιβασμένων των θρησκειών κατακορύφως και εκείνη των γυμνητευόντων και εκτεθειμένων στη Ζωή της Τέχνης:
«Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα»1
«Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα»2
«Πού η των προσκαίρων φαντασία ;» 3
«Πού εστίν ο χρυσός και ο άργυρος ;»4
«Πού εστί των οικετών η πλημμύρα και ο θόρυβος ;»5
«Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά»6
«Γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία»7
«Άδης και απώλεια η των προσκαίρων ζωή, η σκιά η ανύπαρχτος (!), ο ύπνος της πλάνης, ο ακαιροφάνταστος μόχθος της γης, πόρρω εκφευξώμεθα κόσμου»8
«Άρα τις εστί βασιλεύς ή στρατιώτης ή πλούσιος ή πένηςή δίκαιος ή αμαρτωλός ;»9
Η επιφανειακή χρησιμοποίηση του Θανάτου υπό τον πλέον κοινότοπο οφθαλμό μιας φαινομενολογίας ενεργημάτων (όπως χωρισμός, αφανισμός, αποσύνθεση, αφάνεια, απουσία, ακινησία, σιωπή, δυσωδία, βρωμιά, παύση…) συνιστά τύφλωση, πορνεία, κακοποίηση και διαχρονικά εκσυγχρονιστική ξεπέτα των πεισματικά ανώριμων της πραγματικότητας ή των επιτυχημένων εμπόρων της.Εντοπισμοί ρηχοί, μονοδιάστατοι και επιμερισμένοι, σχεδόν εκπορνευτικοί της Πραγματικότητας σε σχέση με το Ενιαίο του Κόσμου. Οποία ολωσδιόλου «αντιπνευματική» οπτική της σεβαστής εκκλησιαστικής παραδόσεως, όπου βρίθει η κοινοτοπία, η (αντίθετη με τις διακηρύξεις της) αντιπνευματική φαινομενολογία, η μικροαστική κατά το υψηλό πρότυπο του Ιβάν Ίλιτς παραμονή στο φαίνεσθαι και στο παιδαριωδώς αισθητό και φυσικά όλα αυτά όπου αυτή φασιστοειδώς κρίνει, ασκώντας εν παντί και πάντοτε την προσφιλή αρχή της «δύο μέτρα και δύο σταθμά»…Μα καλά, δεν μπαίνει στον ελάχιστο κόπο να κάνει την απλούστατη σκέψη πως οφείλει, αν συμβαίνουν έτσι τα πράγματα, να κάνει τεμενάδες σε τόσο φιλάνθρωπο και αποτελεσματικό εκκαθαριστή, υπαρκτικών απορριμάτων, όπως ο Θάνατος ;
Η νηπτική παράδοση κλείνει άτεχνα και κακόμοιρα το μάτι στο εδώ και τώρα του θανάτου. Ωστόσο το κλείνει. Ιδού : η γνωστή επίσκεψη στο κοιμητήριο, ο ζωντανός ενταφιασμός στην άσκηση κατά των παθών, η γεμάτη άγνοια, ανέξοδη, πρόχειρη και κακοποιημένη αισθησιοκρατία πως το σώμα μου θα πάθει αυτό που βλέπω μπροστά μου στα γυμνά κρανία, τα οστά, το χώμα κ.λ.π κ.λ.π (εδώ ισχύουν, όπως φαίνεται, μόνο τα ορώμενα καθώς και στο γάμο, στο σώμα, στην …κοσμική (!) γνώση, στο λαϊκό πανηγύρι, στην όρχηση, στην ηδονή, και …και… Σκέτη απελπισία κατακλύζοντος το παν υπαρκτικού μικροαστισμού.). Ίδια, παμπολλές φορές, με την αντιμετώπισή του από διανοούμενους, φιλοσόφους και καλλιτέχνες με το κρανίο στα δεξιά του γραφείου, όπου γράφεται με κοσμικούς όρους ό,τι ακριβώς γίνεται στην έρημο από τους ασκητές κ.λ.π. κ.λ.π. Βλακείες. Καλοκορνιζαρισμένες βλακείες. Μελοδραματικές. Όμως να, στον αποσυνάγωγο και εμπτυσμένο χώρο της αληθινής Τέχνης μια, για μένα, εμβληματική περίπτωση από τη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία που, επιτέλους, ξεκόβει ολότελα από την παραπλανητική, εύκολη, αγοραία και γι αυτό καθιερωμένη εικόνα του νηπτικού, του στοχαστή ή του καλλιτέχνη με το ανθρώπινο κρανίο στα δεξιά του και την πένα στο χέρι, έτοιμη να γράψει για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων: η «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη !
Αλήθεια, ποιός εκκλησιαστικός πατέρας είδε το θάνατο όπως τον έβλεπε στην «Πρέβεζά» του ο Καρυωτάκης, ώστε να μπει στον κόπο να προσφέρει κατήχηση πραγματικά πολυέξοδη και όχι σωτηριολογικώς κατασφαλισμένη ; Ή για να εκφρασθώ ακριβέστερα, ποιός θέλησε και θεώρησε χρέος του να δει τον θάνατο και από την άλλη του πλευρά ; Αυτή, την καταφώτιστη. Αυτήν της κίνησης και της οχλαγωγίας. Του θορύβου και της ροδαλόχρωμης παρειάς. Της σταδιοδρομίας και των μάχιμων προαιρέσεων. Των γεμάτων μύες και νεύρα ιδανικών και της ποικιλόχρωμης σημαιοφορίας τους.
«Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
(στους μαύρους τοίχους και στα κεραμύδια),
Θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
(καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια).
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
(με…),
Ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα (!), κι ακόμη
ο ήλιος (!!!), θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος1 που διπλώνει,
(για να ζυγίσει…),
Θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
………..
«υπάρχω; » λές, κι ύστερα «δεν υπάρχεις!»2
Και εδώ συνηγορεί δρομαίος ο Νοβάλις στον δεύτερο ύμνο στη Νύχτα, σ’ ένα αγαστό consensus Patrum : «Sie fuhlen dich nicht in der golden Flut der Trauben - in des Mandelbaums Wunderöl und dem braunen Safte des Mohns. Sie wissen nicht, daß du es bist, der des zarten Mädchens Busen umschwebt und zum Himmel den Schoß macht…»3. Εικόνες παντελώς και διαχρονικά ανυπεράσπιστες εκκλησιαστικά (δηλαδή κατά την παντοειδή σύναξη της ζωής μας στην πλατεία με τους φίλους). Καθώς φαίνεται για τις λογιών-λογιών παραδοσιοκρατικές και λογοτεχνικές, πάντοτε ορθοδοξούσες, δημόσιες πνευματικές υπηρεσίες υπάρχει μόνο μονοσήμαντη, προφανής βεβαιότητα. Οι απανταχού πατέρες είναι σίγουροι πως τώρα εκειδά στον αρσανά, στο διακόνημα ή στην ακολουθία, στην έκδοση της ποιητικής συλλογής υπάρχουν, πως ο θάνατος κόβει βόλτες μόνο στο κοιμητήριο και το οστεοφυλάκιο, πως η καίρια εικόνα του είναι τα ξερά κόκαλα και η σωματική αποσύνθεση.
Ακούσαμε ποτέ να μελανοφορούν αιτώντας, μέ εναγώνια κεκαυμένη υπαρξιακά συνείδηση και πάθος, ληξιαρχική πράξη Θανάτου εικόνες όπως ο τρούλος, ο ναός, η τράπεζα, η αγιογραφία, το κομποσκοίνι, το άγιον ποτήριον, η αγία Τράπεζα, τα ιερά θέσμια, η χιλιόχρονη ένδοξη ιστορία, τα Νομπέλ, τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία, η λογοτεχνική βραδιά υπό συγκεκριμένο υπαρκτικό φωτισμό - μια εκσπερμάτιση που προγραμματικά αποτυγχάνει στην προορισμένη χρυσή προοπτική της - η έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής (εισιτήριο αθανασίας και ελιξήριο νεότητας ως υπεραναπλήρωση και υποκατάστατο δυσανεκτικών και στερημένων) που δεν την εγκαταλείπουμε, αλλά την γραπώνουμε σφιχτά μιμούμενοι τους κατά πάντα ανάπηρους θεσιθήρες πολιτικούς, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ακόμη αυτή τούτη η πράξη του δημιουργείν ; Μια ληξιαρχική πράξη θανάτου που εκδίδεται ΜΟΝΟ από τα κατά τόπους ληξιαρχεία της Ζωής και που υπογράφεται υπευθύνως μόνο από αυτά και μέσα σ’ αυτά, ούτως ώστε υπό την υψηλή τους κηδεμονία να σε εναποθέσουν στο Κενό που ακριβώς την επομένη στιγμή αντιλαμβάνεσαι πως βρίθει Παρουσία. Κι εσύ, μετά, στάζεις αθλητική ελευθερία. Ξεκαπίστρωτος. Σχεδόν άναρχος πια. «Χαίρε ω χαίρε ελευθεριά !».
Για τον Καρυωτάκη και την ποίησή του πολλά, πια, έχουν γραφτεί και ειπωθεί. Τα προσπερνώ. Μένω σ’ εκείνο που εντοπίζει επίμονα η αντίληψή μου και που, πολύ κακώς, δεν είδα πουθενά να αναφέρεται και που ο ίδιος ο Καρυωτάκης, είμαι σχεδόν βέβαιος, δεν είχε συνείδηση : η οντολογική εν μέρει διάσταση της ποίησής του. Αν και το να έχει ο ίδιος συνείδηση γι αυτό, έχει μια κάποια σημασία για τη φιλοσοφία ή ίσως περισσότερο για τη ψυχολογία, ουδεμία όμως ή σχεδόν ελάχιστη για την Ποίηση. Γι αυτήν, αφού τα απομάγευσε τεχνοποιώντας και καταγράφοντάς τα όλα τούτα, τα γνωρίζει απολύτως. Έχοντας, ασφαλώς, μια κατάδική του και συγκεκριμένη οπτική, ένα συγκεκριμένο στίγμα, το οποίο όμως στο χωράφι της Τέχνης συντάσσεται, φυσικώς, με τις διαστάσεις του Ανοιχτού, με το εύρος του Απεριόριστου, μπορεί κάποιος να πει πως η «Πρέβεζα», στον αντίποδα των φθηνών εκκλησιαστικών πρακτικών της παράδοσής μας, προσφέρει μια ενήλικη πια, έστω και μερική, οντολογία του θανάτου. Άλλωστε το ρήμα ΕΙΝΑΙ κυριαρχεί εμφατικά στο ποίημα. Δυστυχώς γι αυτές, αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά παθαίνουν αφλογιστία όλες οι κομψευόμενες κριτικές της λογοτεχνίας που στη θέση της οντολογίας, στην οποίαν εκ φύσεως εντρυφά η Ποίηση, στέφουν καθηγουμένη την κοινωνιολογία και εν συνεχεία τον ψυχολογισμό. Αρκεί.
Καταλήγοντας, κρίνω πως μια τυπική καταγραφή των όντων της ζωής που η Τέχνη επιστρατεύτει μιλώντας για τον θάνατο, θα ήταν αρκετά διαφωτιστική. Θεωρώ πως έτσι προσφέρεται μια άλλου είδους «αποδεικτικότητα» των ισχυρισμών μου. Καθώς πιστεύω πως η αντιμετώπιση από την Τέχνη του γεγονότος του θανάτου, συνηγορεί σχετικά με το γεωμετρικό σχήμα των εγγεγραμμένων κύκλων και του περιέχοντος αυτούς Ενός. Η Τέχνη κοιτά τον θάνατο από τη μεριά της ζωής. Πριν, όμως, ξεκινήσω την περιγραφική αναφορά μου στην Τέχνη και τη σχέση της με το θάνατο, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες προεισαγωγικές παρατηρήσεις. Κατ’ αρχήν, ότι καθώς το ανεβοκατέβασμα από και προς τα βασίλεια του Θανάτου παρουσιάζει διαχρονικά πυκνότατο δρομολόγιο σε κάθε πολιτισμική παράδοση και η λογοτεχνική και παραδοσιακή θρησκευτική πολυκοσμία στα λημέρια του καταντά κυριολεκτικά ασφυκτική, αρχίζοντας από την επονομαζόμενη κακώς «αιγυπτιακή» Βίβλο των νεκρών και το Έπος του Γιλγκαμές και περνώντας απο τον Όμηρο, τους τραγικούς, την Αγία Γραφή, τον Βιργίλιο, τον Οράτιο, τον Δάντη, τον Γκαίτε, τον Σίλλερ μέχρι τις φούγκες του θανάτου του Τσέλαν και του μυητικούς ορφικούς στίχους του Σικελιανού που «κι αυτός ο Μέγας Θάνατος» του «γίνηκε αδελφός» ή «ηλιοτρόπιο» άλλοτε στον Ελύτη, συλλογίζεται κανείς πως το «θέμα» τού θανάτου στην Τέχνη είναι συχνότερο, ίσως, από εκείνο του έρωτα !
Έπειτα, και αυτό το τονίζω με ιδιαίτερη έμφαση, πως ο θάνατος είναι πλήρως προσωποποιημένος, και θα προσέθετα εδώ με σφρίγος και ζωική ορμή προσωποποιημένος, στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και φτάνει στο Σενέκα, ας πούμε, να θεωρηθεί θεός. Θεωρώ πως αυτό έχει μεγάλη σημασία υπο την έννοια πως η θεώρηση αυτή υποκρύπτει, έστω και λανθανόντως, μια θέαση του Ενιαίου της ζωής. Αντίθετα, στην Αγία Γραφή δεν συμβαίνει αυτό. Βέβαια, υποκύπτει κάποιες φορές δια της γλώσσας σε οντότητες αυτού του κόσμου για να δηλώσει την… υπόσταση του θανάτου, όπως πύλες, στόμα, σκιά, ή πάλι δια της χριστιανικής εικονογραφίας όπως, φερ’ ειπείν, οι απεικονίσεις του θανάτου στον Θεοφάνη ως σχεδόν χωρίς περίγραμμα, αλλά μαύρου μέσα στο μαύρο, κάτι σαν καπνιά που κατακλύζει τα όντα αξεδιάλυτα, γηραιού άνδρα. Ωστόσο αυτός ο λόγος δεν κατορθώνει να αρθρώσει κάτι περισσότερο από μια νηπιωδώς μανιχαϊκή στάση υπό έναν συγκεχυμένο, πνευματοκρατικό και αντισωματικό πλατωνισμό σε σχέση με το γεγονός του θανάτου υπο μια ώριμη οντολογική του θεώρηση.
Ιδού λοιπόν οντότητες που είναι πολιτογραφημένες στα δημοτολόγια της Ζωής και επιστρατεύονται από την Τέχνη για να υποδηλώσουν το γεγονός του θανάτου. Τα ασφοδίλια από τον Όμηρο (Οδύσσεια 11.539) που αναφέρει και ο Πλίνιος ως ταφικά άνθη (Historia naturalis) και χρησιμοποιούνται από τον Μίλτον (Comus, 838) τον Πόουπ (Ode for Music), τον Τέννυσον (Demeter and Persephone), τον Carlos Williams, τον Σεφέρη. Η κοιλάδα που ο Μπλέηκ, ανάμεσα σε τόσους άλλους προγενέστερους αλλά και κατοπινούς του, εικονίζει στους «Γάμους του Ουρανού και της Κόλασης». Η βιολέτα που αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της Περσεφόνης στον πρώτο ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα και επαμεμφανίζεται στον Βακχυλίδη (Επίνικος 3.2) και στον Οβίδιο (Μεταμορφώσεις 5.392), αλλά και χρησιμοποιείται λαμπρά από τον Σαίξπηρ στον Χάμλετ για τη σχέση αγάπης-θανάτου (1.3.7-10). Η Νύχτα που διάσπαρτη σε μύρια κείμενα από τον Ησίοδο, τους τραγικούς, τον Βιργίλιο, τα Ευαγγέλια, τον Ρακίνα, τον μέγα Δάντη, τον ιεροφάντη Νοβάλις που με τους ύμνους στη Νύχτα προτείνει οντολογικά νυχτερινό Κόσμο, τον Κητς και τον Λαμαρτίνο, γονιμοποιεί μυριάδες συνδηλώσεις. Ο σπόρος , με την εκτός των άλλων ευρύτατη αγιογραφική χρήση και αλληγορική διαχείριση. Η σιωπηλή και κρύα σελήνη της ελληνορωμαϊκής λογοχτενίας. Το κοράκι, η φάλαινα, το σκουλήκι, ο μανδραγόρας, το ποτάμι, η θάλασσα ακόμη, το αρωματικό μύρο και το λιβάνι που, όπως αναφέρουν ο Ηρόδοτος ή ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες, καιγόταν στις θυσιαστικές προσφορές, ή λήκυθος με πυκνότατη και κυριαρχική χρήση στην αγγλική ρομαντική ποίηση (Βύρωνας, Κήτς, Σέλλευ κλπ), το λουλούδι, το φύλλο, όπως ομηρικά παρομοιάζονται οι γενιές των ανθρώπων, το σκοτάδι, μέταλλα όπως ο μόλυβδος. Ο κατάλογος των ζωντανών κοσμικών οντοτήτων προς περιγραφή και συμβολισμό του θανάτου μπορεί να τραβήξει εις μάκρος. Σταματώ εδώ ενδεικτικά. Όμως θέλω να τονίσω πως σε στιγμές πλήρους κατάφασης στο γεγονός της Ζωής, όταν το βιωμένο αίσθημα πληρότητας ζωής αγγίζει ή και ξεπερνά τα όρια της γλώσσας, τότε η Τέχνη καταφεύγει σε «αντινομικές» εκφράσεις, παίρνοντας υλικό από τα «λεξικά» - καθώς φαίνεται δεν έχει παύσει να μιλά ο Θάνατος - του θανάτου για να αλληγορίσει τις εμπειρίες της. Ο Ήλιος γίνεται μαύρος ή καλβικά - και για μένα άκρως (ενσυνείδητα ή ασυνείδητα του Κάλβου) αποκαλυπτικά και υποστηρικτικά της θέσης μου για το Ενιαίο της Ζωής - αρδεύει «και με Φως και με θάνατον ακαταπαύστως», το Φως αγγελικό και μαύρο κλπ.
Από την άλλη πλευρά ιδού το μείγμα, η κράσις, το συναμφότερον των δύο πραγματικοτήτων από την πλευρά, τώρα, της ζωής. Καταφεύγει εν ριπή οφθαλμού στα «λεξικά» του θανάτου για να δηλώσει κάθε αλλοίωση, μετατροπή, εξαφάνιση, μετεξέλιξη, αλλαγή, που συμβαίνουν εντός και μόνον στους κόλπους της και κατ’ ουσίαν δεν αποτελούν άλλο από μορφικές τροποποιήσεις του υπάρχοντος. Έτσι το κοινωνικό σύστημα «σαπίζει», οι…αλλοιώσεις των μουσικών φθόγγων βαφτίζονται «φθορές», «αναιρέσεις», «υφέσεις» κ.λ.π κ.λ.π.
Αντίδοση των ιδιωμάτων τους για να περιγράψουν αμφότερα. Η ζωή το θάνατο (π.χ Νύχτα, τεφροδόχη, ασφοδίλια κ.λ.π) και ο θάνατος τη ζωή και την έκπτωσή της (κόκαλα, σκόνη, φθορά, αποσύνθεση, κ.λ.π, ουσιαστικά και πάλι στοιχεία Της), γεγονός που δείχνει το ΚΟΙΝΟΝ αμφοτέρων, πως συνιστούν περιεχόμενα του ΟΛΟΥ που τα υπερβαίνει.
Θάνατος.
Ευγενές μέταλλο που φανερώνει τις αληθινές διαστάσεις των πραγμάτων. Η κατάσταση που μάς ενώνει. Ωραιότης του πτώματος του Amadeus στον κοινό και αφανή του τάφο. Εξασφαλιστής πορείας. Φιληματική αδιαφορία ΤΩΡΑ για όλα όσα είπα παραπάνω.
Ώστε απροϋπόθετα να συναντήσω αύριο. Έτσι, εκμαυλιστής έκπληξης, κλητικού κενού πρός πλήρωση μεθυστική και διεσταλμένη. Σχήματι αποχαιρετισμός, πράγματι εναγκαλισμός. Άλλο δεν είδα από πανηγύρι και μεθυστική γιορτή σ’αυτόν τον κόσμο !
…Κάποτε κατοικεί υποχθόνια στις κοιμισμένες φλέβες
θέλοντας στη λαιμητόμο τς μοιράμενης ώρας
να θωπεύσει τη χλόη σου
στα ηφαιστειογενή πετρώματα τού χρόνου…
Σιγή.
Ζέφυροι οικείοι δανείζουν τον ασπασμό τους.
Της απουσίας ή αφόρητη ευφορία.
Στους αφρούς το πρόσωπό σου περιτεμνόμενο !
κρατώντας μέ τη μύτη της λόγχης
τις οριζόντιες ώρες.
Ποιός λάμπει πίσω από το πελιδνό της παρειάς σου ;1
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
ΣΤΟ ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
(Ή Πως Η Τέχνη ζυμώνει το γεγονός
του θανάτου)
Κυρίες κύριοι,
«Είναι όλα τόσο ζωντανά που δεν αντέχονται !»1. Τόσο ζωντανά που μάς πεθαίνουν. Μια βραδιά σ’ένα καφέ, δέχθηκα αιφνιδίως την πρόσκληση από την ΕΜΕΣΕΘ, να μιλήσω για το θάνατο και την Τέχνη. Ήταν σαν να λάβαινα πρόσκληση να επισκεφθώ τα πατρογονικά μου. Για τέτοιες συναντήσεις είμαι πάντα προετοιμασμένος : Δίχως βαλίτσες (τα πάτρια εδάφη με φιλοξενούν αβραμιαία). Γεμάτος εισιτήρια. Ημερολόγια ταξιδιών. Ιδιωτικούς χάρτες. Εγχειρίδια περιηγήσεων. Και με την απαραίτητη ταυτότητα ιθαγένειας. Ποτέ λαθρεπιβάτης. Η πρόσκληση είχε, όπως πάντοτε, την ίδια οξυηχία, «με σημαίες και με ταμπούρλα», στ’αυτιά μου : με επισκεπτόταν ο Διόνυσος Ωμηστής, προσφέροντάς μου ακατέργαστη βακχεία. Ο θάνατος, ο αεί καταληψίας του ώμου μου, ο πιο κολλητός πάνω μου κι απ’ τό πετσί μου. Η πιο ζεστή ανάσα στο στόμα μου. Ο οινοχόος στις πλάγιες νύχτες μου. Ο παρακοιμώμενος στις φωτολάγνες καταδύσεις μου. Ο λυτρωτής απ’ την αυτάρκεια των παιδικών μου παιχνιδιών, καθότι τα μετατόπιζε, τα ρηγμάτωνε, τα επισημοποιούσε.
Παραδόξως, ίσως, αλλά μιλώντας για το θάνατο, μιλώ για τον κλειδοκράτορα τής επικράτειας τής εφηβείας ή, ακόμη, και με απαιτητικότερους εντοπισμούς, για τον συμπαίκτη στο κρυφτό της παιδικής μου ηλικίας. Μιλώ για κάποιον κατάδικο μου. Μιλώ για μένα τον ίδιο. Αναγκαστικά αυτοβιογραφούμαι. Μιλώ τρυφερά και απολαυστικά για τον επιστήθιο φίλο μου. Τον λατρευτικό, νυχθημερόν, προστάτη μου. Τον αεί κυκλικό βηματοδότη μου. Τον αχώριστο συνοδοιπόρο, συνομιλητή και συμπαίκτη μου (συμμαρτυρεί ιπποτικά γι αυτό ο Dürer και σκακιστικά ο Bergmann). Αληθινά, για το οικειότατό μου Πρόσωπο.
Στη φανταστική υπόθεση πως θα μου ζητούσατε, καθοδηγούμενοι από φιλοπερίεργη και κοινωνική υποκρισία, σωκρατικού - ευελπιστώ - χαρακτήρα, να σάς τον περιγράψω, ως δήθεν κάποιο παντελώς άγνωστό σας πρόσωπο που αναμένεται η επίσκεψή του στο απώτερο μέλλον, θα απαντούσα πως μυχιότατα γνωρίζετε κι εσείς πως είναι ο αμερόληπτος (ακριβώς με τις ίδιες ιδιότητες που παρουσιάζει και η ζωή, με πρωταρχικά κοινό χαρακτηριστικό την εξισωτική πάντων των όντων γύμνια, κατά το «γυμνός εξήλθον γυμνός και απελεύσομαι…»1, Γύμνια = απροϋπόθετος ξενιστής του Όλου) έλεγχος διαβατηρίων, πρωτίστως ενθαδικά, για κάθε εκδήλωση και κίνηση της ζωής. Κάτι σαν πασπαρτού διαπιστευτήριο και διεθνώς αναγνωρισμένος τίτλος σπουδών ή απόδειξη ολυμπιακής, ηράκλειας αθληφορίας και πρωταθλητισμού. Ο απόλυτος σύζυγος κάθε φιλόδοξης γαμικής συνάφειας με το υπαρκτό. Ο δεξιοτέχνης ελκυστής τού μέλλοντος στο τώρα. Ο παροντιστής όλου του χρόνου. Ο επιδέξιος καλλιεργητής σφριγηλού ενεστώτα. Του μόνου υπαρκτικά ενδιαφέροντος και ιδρυτικά θεμελιώδους χρόνου. Του μόνου χρόνου που συμβασιλεύει με το αιέν φορώντας την διπλής όψεως αλουργίδα του. Ο σπονδοφόρος και βαϊοφόρος στην καθηγουμένη Στιγμή. Προϋπόθεση κίνησης. Προαγωγός ζωηφορίας. Διαμορφωτής σφρίγους. Εκγυμναστής αναλογιών. Αποτμητής λιπώδους βαρύτητας και μικροαστικών, ψυχικά, τακτοποιήσεων και υπαρκτικού δημοσιοϋπαλληλισμού. Γενεσιουργός, σωτηριωδώς, επικινδύνων κρίσεων. Εκτροπέας κάθε κατασφαλισμένης και επαναπαυμένης, υπνωτικά και διακοσμητικά, αυτονομίας και υβριστικής αυτάρκειας. Εκκαθαριστής κάθε ανώριμης μασκοφορίας και μασκοφόρος μυητικών υπονοουμένων. Ζωφόρος αναπάντεχων και απροσδόκητων μεταμορφώσεων. Ο περιτέμνων, με το μαχαίρι τού αμιγούς ρεαλισμού και της μυώδους αλήθειας - κάτι σαν σωματοφύλακας της ζωής και φρουρός ενός απαιτητικού στην αποκαλυπτική μετοχή του και ανέκπτωτου Είναι - κάθε ψευδαισθητική ευδαιμονία, αφού άλλωστε κατά την τραγουδιστική λαϊκή σοφία η μάνα του Χάρου δηλώνει «γιατί έχω γιο κυνηγητή, γιατί έχω γιο κουρσάρο»2. Για να συμπληρώσει κι η Ποίηση, αντικρίζοντας τον Κόσμο με «το δύο όψεων αδιάβροχό» του,
«Στην χαραυγή σου ως περιστερά
κοκκινολαίμης ή φλέρωνας
Μάς τυλίγει
Στο δειλινό σου ως γύπας
καρακάξα ή κοράκι
Μάς ζεσταίνει
και αντίστροφα επί το πολλαπλάσιο»1.
Τον μυρίζω μέσα σ’αυτήν, τη ζωή εννοώ, όπως ακριβώς και την μυρίζω μέσα σ’αυτόν, σε κάθε ον. Σε κάθε κίνηση. Σε όλες τις αναστροφές του ζωντανού2. «Βράχων μητρική αγκαλιά…
Ζεσταίνει πανικό κενό κι οδοστρωτήρα νοημάτων
Χαράδρες καπνοί σκουλήκια τρίζοντας λαμπροφορούν
Θρήνο χαμό και μαρασμό
Άκανθες οστά μετάξι…ναυαγίων και καταστροφής τρυφερή τελειότητα κλείνουν»3. Τον μυρίζω στα σεντόνια, στα λουλούδια του κήπου που ποτίζω, στα ράφια της βιβλιοθήκης, στην κάθε αρχή του ραντεβού, στους ερωτικούς χυμούς, στο λευκό χαρτί της δημιουργίας (αναγκαία προϋπόθεση), στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή μου, στο ήλιο που χτυπά τα τείχη της Ακροναυπλίας, στο στραφτάλισμα της θάλασσας στις Κυκλάδες, στις πολυαγαπημένες και ορφανές εκδόσεις, στον απόπλου κάθε ταξιδιού, στο νανούρισμα της μάνας, στον χορό του Ησαϊα και σε κάθε χορό εγκαινίων, πίσω από την πλάτη μου και βαθυχαίτη, «ακερσεκόμη», γερμένο στο ώμο μου, στο φιλί του στις ρόδινες κορυφές των ορέων, στο αχλάδι που τρώω καθισμένος οκλαδόν στο χώμα καταμεσίς Ιουλίου, στην ανοιξιάτικη δροσιά του πρωινού, στον αυγουστιάτικο φεγγαρόλουστο περίπατο στην παραλία, στη γιορτή της κοινότητας (το διακηρύσσει άλλωστε και η ίδια, εν πλήρει ευθυμία και με εύρωστο χορευτικό πόδι :
«Χαρήτε, νιοί, χαρήτε, νιές,…
κι ο Χάρος τις ημέρες μας μια μια τις λογαριάζει.
….
Τράβα το χορό κι ας πάη,
μαύρη γης θενά μας φάη
Τούτ’ η γης που την πατούμε,
όλοι μέσα θενά μπούμε,
τούτ’ η γης με τα χορτάρια
τρώγει νιές και παλληκάρια»1, ώστε ο Διόνυσος του θανάτου να εκγυμνάζει προσφυώς τον Διόνυσο της βακχείας, με τελεολογία την αρτιότητα του ζην), στις ανόητες δοξολογίες των αυτοκρατοριών, του λογής διαχρονικού imperium, στις αυτάρεσκες παραδοσιολάγνες επευφημίες, στους κάθε λογής δικεφάλους, στα παντός καλλιτεχνικού είδους έγκοπα έργα Τέχνης, στο φιλόδοξο παρεϊστικο σχέδιο, στην πρώτη συνάντηση μαζί Της και στην επερχόμενη νυχτερινή λεηλασία του έρωτα, έως η Αυγή να διαρρήξει με θανατερό φως ό,τι εκείνος, ο Θάνατος, με ολόλαμπρο σκοτάδι ύφαινε και ψηφιδογραφούσε ολόκληρη Νύχτα2. Τέλος, στο διαρκές Ω μέγα - πραγματικά μέγα - όλων των αρχών, εκκινήσεων, ιδρυτικών συνουσιών και μεθυσμένων αλαλαγμών.
Καλλιτεχνικά, καθώς τυπικά αυτόν το χώρο εκπροσωπώ εδώ, θα τον απεικόνιζα λεκτικά (δια της Ποιήσεως) ή εικαστικά (δια των πλαστικών Τεχνών) ως αρχαϊκό κούρο ή πολυκλείτειο δορυφόρο και θα ποδοπατούσα αποφασιστικά, με κατανόηση και συγκατάβαση κατά Καβάφη, τις εύκολες ή ας πω καλύτερα τεμπέλικες και πρόχειρες, απεικονίσεις και διαχειρισμούς του, που καταδέχθηκε κατ’εξαίρεση η Τέχνη και κατά κανόνα οι «πνευματικές» παραδόσεις, εννοώ οι θρησκευτικές κυρίως, να κάνουν στη διαχρονική πορεία τους μέσα στην Ιστορία (υποτασσόμενες αμφότερες στην έκπτωση της εκφαντορίας των). Εννοώ εκείνη τη Gerede, την αερολογία τής αναυθεντικότητας κατά Heidegger, του ρυτιδιασμένου, γερασμένου τέρατος, της ασχήμιας, της βρωμιάς, της αποσύνθεσης, της σαπρίας, της αποφοράς, κυρίως της νεκροκεφαλής, των γυμνών οστέων, του σκελετού -μια θέαση που ευχερώς θα φαινόταν σαν να διατυμπανίζει πως ό,τι προσφυέστερα και επακριβώς μπορούμε να εξεικονίσουμε για το όν εκείνο που αποκαλούμε άνθρωπο και έχουμε την (γιγνόμενη) εμπειρία του περισσότερο και εφαπτέστερα εντός μας από οποιοδήποτε άλλο ον στον Κόσμο, είναι η κατάστασή του ως σπέρμα, ή η ενδομήτρια στάση του, ή ακόμη καλύτερα η εικόνα του με τον ομφάλιο λώρο άκοπο στην κοιλιά του μέσα στον υδάτινο κόσμο της μήτρας… Οι υπεύθυνοι, οι αληθινοί αχθοφόροι της ύπαρξης, όμως, πάντα θα αναγνωρίζουν : «Ο Χάρος έκατσε ψηλά και τραγουδεί πανώρια, λέει τραγούδια τση χαράς και περισσοκαυκάται»1
Ως ποιητής κομίζω μιαν ιδιότυπη αίσθηση τού ολότελα συγκεκριμένου που ή ίδια η Ποίηση κατέχει, ολωσδιόλου πρόδηλη και απτή ουσιαστικά στο χώρο αυτό, η οποία, όμως, δεν τυγχάνει σχεδόν ποτέ ακροάσεως στα χλιδάτα γραφεία των δεσμίων του φυσικού κόσμου - η λέξη μοιάζει κάπως επικίνδυνη εδώ, διότι τη διαφιλονικεί με πάθος η Ποίηση. Ας πω, ορθότερα κάπως, του ορατού κόσμου. Αυτήν την αίσθηση θα ήθελα να προσκαλέσω ξεχωριστά καθέναν από εσάς, κάνοντας τό απολύτως προσωπικό του ταξίδι, να την επισκεφθεί. Απευθύνομαι στη στιγμή σας. Που κάποτε, είναι βέβαιο, άνοιξε. Και είδατε. Beyond thinking. Ακατέργαστα. Ωμοφαγικά. Με μια ακράδαντη βεβαιότητα, που ακριβώς την ισχυροποιούσε απόρθητα ο ολότελα φευγαλέος χαρακτήρας της. Όπως, ακριβώς, παραδίδει η παύλεια αρπαγή έως τρίτου ουρανού, η πατερική εμπειρία της Θηβαϊδας και της Νιτρίας, αλλά και η συνεπώς καλλιεργημένη παράδοση του αιφνίδιου φωτισμού υπό οιαδήποτε συνθήκη (και αυτό είναι το σπουδαίο), του Σατόρι, σύμφωνα με τον οίκο (σχολή) του Ριντζάι (Λιν Τζι) Ζεν (Τσ’αν) και όχι ή άλλη παράδοση τής βαθμιαίας Φώτισης (αφύπνισης) του Σότο Ζεν του εξαίσιου Ντογκέν2, αν και κατά τη γνώμη μου το ένα προϋποθέτει το άλλο, μια και τα όντα βρίσκονται σε αέναο γάμο.
Η αίσθησή μου, λοιπόν, είναι πως ζούμε μέσα σε δυο κύκλους που περιέχονται μέσα σε έναν άλλο Μεγάλο Κύκλο. Και οι τρεις αυτοί κύκλοι είναι η Ζωή που εντός της ζούμε τη ζωή και το θάνατό μας. Αυτό προτείνει, άλλωστε, αυτή η ομιλία. Αυτή είναι η θέση που πρεσβεύει. Άλλωστε,
«Έρως και Χάρος πάντοτε
Δουλεύουν εδώ κάτου,
Ως που ο Καιρός ο γέροντας
Να χάση τα φτερά του»1.
Ο ποιητής απεχθάνεται, ως εκ φύσεως, τις ουδέτερες, κομψευόμενες, επονείδιστα άτολμες και απελπιστικά αγοραίες στάσεις απέναντι στον Κόσμο που αενάως φλέγεται. Και δυστυχώς αυτές οι στάσεις και μόνο ηγεμονεύουν [σ]την Ιστορία και γι αυτό η αθλιότητα βασιλεύει. Ο ποιητής διακινδυνεύει. Αναλαμβάνει. Εκτίθεται. Περιφρονείται. Προσπερνάται χυδαία. Πίπτει. Όμως ποτέ δεν παύει να κοιτά, να βλέπει, να θεάται. Και να παίρνει θέση αψηφώντας. Ο ποιητής, δηλαδή όλοι μας όταν δεν αποφεύγουμε τον εαυτό μας. Ως εκ τούτου, οι κάλβειες ιερατικές ριπές βρίσκουν κέντρο :
«ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ’εδίπλωνε
και μέ Φως και με θάνατον
ακαταπαύστως»2
ΣΧΗΜΑ.
Ζ = Ενιαίον, Είναι, Ζωή, Αυτό
θ= Θάνατος
ζ= ζωή
= Απειρία σημείων
Σ = Συνουσία
= κατεύθυνση οφθαλμών των εγγεγραμμένων κύκλων
Κίνηση προς κάθε κατεύθυνση περιστροφικά
Ζούμε, λοιπόν, μέσα σε δύο3 εγγεγραμμένους, εφαπτόμενους και τεμνόμενους εν ταυτώ κύκλους που είναι εντός ενός Άλλου περιέχοντος αυτούς Κύκλου, στον οποίο μπορεί να εφάπτονται, αλλά ποτέ δεν τέμνουν. Αποκαλώ αυτόν τον άρρητο Μέγα Κύκλο, Ενιαίο του Είναι, Είναι, Ζωή, Εκείνο (id), Αυτό (Es), Ανοιχτό. Θεωρώ πως όλα είναι ζωντανά στο αγκάλιασμά του. Όλα είναι στην «παλάμη» του. (Κατά τούτο και μόνον, πράγματι, «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν» και «εν Αυτώ εσμέν»). Κι ο θάνατος είναι ολοζώντανος. Και η ζωή ολόνεκρη. Και αντιστρόφως. Συνουσιακά. Πολεμικώς γενεσιουργικά. Το ον είναι μόνον εν αυτώ. Σε ατελεύτητο τώρα. «Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει»1. Έτσι ο Μέγας Κύκλος. Οι δύο μικροί εγγεγραμμένοι κύκλοι είναι καταστάσεις που υπηρετούν την παροντικότητα, το συνεχές και αέναο και την απόλυτη ζωική κίνηση του Μεγάλου Κύκλου. דחא םוי רקב יהיו ברע יהיו «και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα μία»2, κατά την τάξη του ημερονυκτίου της Γενέσεως που εκκινεί από την…εσπέρα, λες και «αντέγραφε» τα τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ και λάτρευε την ηχηρή μπωντλερική Νύχτα... Ονομάζω ζωή (με ζήτα μικρό) και θάνατο τους δύο μικρούς κύκλους. Και Ζωή (με κεφαλαίο) τον Μέγα Κύκλο που τους περιέχει. Τα σημεία τομής και επαφής των δύο κύκλων είναι άπειρα και τον χώρο που καλύπτουν τα τόξα τους τον αποκαλώ Συνουσία. Η κίνησή τους γίνεται περιστροφικά και προς κάθε κατεύθυνση. Και, τέλος, οι «οφθαλμοί» των δύο κύκλων, της ζωής και του θανάτου, κοιτούν πάντα αλλήλους. Μια συγγενική αίσθηση για τα παραπάνω εντοπίζω στον εικαστικό χώρο, στον τρόπο αποτύπωσης των κύκλων στο έργο του Ιερώνυμου Bosch.
Το ελληνικό γράμμα Θήτα του Θανάτου προσφέρει μιαν γλωσσολογικά/φθογγολογικά γεωμετρική ενίσχυση, μιλώ παιγνιωδώς, στα παραπάνω. Δύο ημικύκλια που εγγράφονται, εμπεριέχονται σ’ έναν τέλειο κύκλο. Ο Μέγας Κύκλος σημαίνει κίνηση, γίγνεσθαι. Μια αέναη rolling stone. Και τα καύσιμα για την κίνηση αυτή, παρέχονται από τις πηγές των δύο ημικυκλίων. Άλλωστε η κινητικότητα που παρουσιάζεται στον Αχέροντα και που η Τέχνη αποτελεί τον πιστότερο θαμώνα της, μόνο ξέφρενη μπορεί να χαρακτηρισθεί και την ταξιδιωτική της ένταση, τελευταία, την απέδωσε προσφυέστατα κωμικοτραγικά στο Scoop ο Woody Allen.
Αλλά ιδού και η αντίδοση των ιδιωμάτων : δύο καταιγιστικά α (άλφα, άλεφ) στη λέξη θάνατος και το μεγαλεπήβολο ω μέγα στη λέξη ζωή. “In my beginning is my end”, λέει ο Eliot στα τέσσερα Κουαρτέτα, ”In my end is my beginning”1. Και προσοχή: εκείνο το όμικρον στο τέλος της λέξεως, που μοιάζει επικούρειο στην απόπειρά του να ζήσει μέσα στη λέξη όσο διακριτικότερα γίνεται, εφαρμόζοντας το «λάθε βιώσας» και που, θαυμαστά, το συναντούμε στις ευρωπαϊκές αποδόσεις της λέξης, Morte, Tod, Mort, ή στο ημικυκλικό U της λέξεως Μuerte, ακόμη και στο σφαιρικό και περιστροφικό و της αραβικής موت (θάνατος) ή στο ολοτελώς κύκλιο ܘ της συριακής ܡܘܬܐ (θάνατος), δεν μοιάζει να συνωμοτεί κύκλια, υποστηρίζοντας την παραπάνω γεωμετρική εξεικόνιση ;
«Για να πιστοποιηθεί αποβίωση, είναι απαραίτητο να πιστοποιηθεί νέκρωση του εγκεφάλου χωρίς κατ’ ανάγκη να έχουν ταυτόχρονα νεκρωθεί και άλλα όργανα. Θεωρείται ότι το τέλος του ανθρώπου έχει επέλθει με την λειτουργική απώλεια του κεντρικού νευρικού συστήματος (και ό,τι συνεπάγεται ψυχή), ενώ το σώμα παραμένει απλώς το σκεύος διατήρησης των οργάνων». Ωστόσο ο Spaemann αναφέρει, «οι εγκεφαλικά νεκροί δεν είναι νεκροί αλλά θνήσκοντες». Αυτά η Επιστήμη. Ως ολότελα φυσικό αλλά αδιάφορο για ενήλικες πλατς-πλουτς μειρακίου στα ρηχά του εκπληκτικού και μυστηριακού Ωκεανού της Ζωής. Αποχυμωμένο. Στείρο. Ένα είδος φυγής, «Flucht vor ihm»2 (η υπογράμμιση του Χάϊντεγκερ). Ακατηγόρητα. Ωστόσο, έγινε ζωντανός ο θάνατος3 ; Αφορά ολοζώντανα την αγωνία και τη δίψα μας ; Αποκάλυψαν αυτές οι δηλώσεις κάτι που να γεμίζει ζωτικά την ξαγρύπνια μας ; Δεν νομίζω.
Καθώς ουσιωδώς είμαστε οι οδυσσείς του Νοήματος, οι σαρκοβόροι μεταφραστές των γεγονότων σε Νόημα, θεωρώ πως πέρα από τη χρήσιμη, στο επίπεδο μιας φυσιολογίας - καθόλου εύκολης ή αυτονόητης κατά τα άλλα -, συμβολή της Επιστήμης στο γεγονός και την πραγματικότητα του θανάτου, η Επιστήμη δεν έχει να πει απολύτως τίποτε περί αυτού. Διέπεται (νιώθω τον πειρασμό να προτιμήσω να γράψω πάσχει, υπακούοντας στην ποιητική αριστοκρατική καταγωγή όλων μας) από εγγενή αλαλία. Κι αυτό διότι πλησιάζει τα όντα εξ’αποστάσεως ή εξ’επαγγέλματος, δεν τα ερωτεύεται. Ακατηγόρητα. Και νομίμως. Μπορεί, επακριβώς, να τον διαπιστώσει ή να τον καθυστερήσει. Να αποφανθεί για την οριστική διάλυση ενός οργανισμού στα ανόργανα στοιχεία του και για τον τρόπο αυτής της διάλυσης. Να αναλύσει τα συμπτώματα του θανάτου, να διασταυρώσει και να επαληθεύσει, κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, τα σωματικά δεδομένα του γεγονότος του. Ωστόσο αυτά κατά τρόπο άκαμπτα δυαλιστικό και φαινομενοκρατικό, επιτρέψτε μου να πω. Δηλαδή, ουδεμία κράσις, ουδέν συναμφότερο (βρίθει μόνο η φιλοσοφία και η Ποίηση απο αυτά). Καμιά περιχώρηση. Καμία σχέση όπως «Das äußerste Noch-nicht hat den Charakter von etwas, wozu das Dasein sich verhält»1 (οι υπογραμμίσεις του Χάϊντεγκερ). Το ζωντανό είναι μόνο ζωντανό και το νεκρό είναι μόνο νεκρό. Τελεία και παύλα, επιστημονικά, για το άναρχο και ατελεύτητο ον που αποκαλούμε άνθρωπο. Μολαταύτα, η καθ’υπέρβαση (θα έλεγα από την πλευρά της Ποίησης, όχι ανεπιθύμητη αλλά ευκταία κάποτε) μεταπήδηση τής Επιστήμης σε χώρους «εκτός» των χώρων της, ώστε να αρθρώσει λόγο νοηματοδότησης των γεγονότων και συνεπώς και του θανάτου, αν δεν είναι άκριτη και αγοραία, ευκαιριακή και πρόχειρη, όπως επί το πλείστον συμβαίνει, είναι ολότελα αναγκαία καθώς, στην αποτυχία της να νοηματοδοτήσει το Υπαρκτό λόγω των εγγενών της αδυναμιών, προσφέρει μια γονιμότατη - καθότι άχρωμη οντολογικά και μεταφυσικά - φαινομενολογία, ολότελα πραγματιστική, όπου θα προσέλθει, ιδίω δικαιώματι, ως αρμόδιος ζωγράφος η Τέχνη και η Φιλοσοφία, ώστε να αποπειραθούν να χειρισθούν το πυριφλεγές επιούσιο νόημα της παρουσίας του θανάτου.
Δεν είναι, δηλαδή, δουλειά της επιστήμης, ούτε άλλωστε και μπορεί - άλλη κατά βάση η διακονία της - να πλέξει στίχους, να δημιουργήσει μαρμάρινο κάλλος στον εκάστοτε Κεραμεικό, να παίξει μουσική, να τραγουδήσει, να χορέψει, να ζωγραφίσει, να μοιρολογήσει, να εγκωμιάσει επιταφίως. Μπορεί, εν τούτοις, να διακονήσει κυριολεκτικά ως ancilla mentis et sensus, τις παραπάνω δυναμικές νοηματοδοτήσεις του είναι. Με την προϋπόθεση πως θα κλείσει τ’ αυτιά της στις σειρήνες του ασυνειδήτου της (ή μήπως του συνειδητού πια) «να κονιορτοποιήσει μέχρις αφανισμού το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου», όπως αναφέρει εύστοχα ο Σέλερ1. Αν αρκεσθεί αυτάρεσκα στο χώρο της, με την ψευδαίσθηση πως έχει εξαντλήσει το Γεγονός (στην προκειμένη περίπτωση του Θανάτου) δια των μεθόδων της, φοβούμαι πως αναλαμβάνει άδικα και άχαρα το ρόλο αφασικού και αποχαυνωμένου θεατή τής δυναμικά πολύχρωμης παρέλασης-δράματος (δράσης) της ζωής και μάλιστα με αγέρωχη έπαρση και δείχνει να ξεχνά πως η ανάμιξή της στο γεγονός και την πραγματικότητα τού θανάτου, απολυτοποιώντας γνωσιοθεωρητικά το δικό της οπλοστάσιο, είναι απελπιστικά πληκτική, αδιάφορη και απόμακρη για την καθημερινή και ζέουσα ανάγκη όλων μας να διαλευκάνουμε, ολόθερμα και ολοζώντανα για τη ζωή μας, το συγχρωτισμό μας μαζί του. Εξάλλου, οφείλουμε να κατανοήσουμε κάποτε, πως το παιχνίδι γίνεται με πάσες και η επίτευξη τέρματος οφείλεται στην καλή ανταλλαγή τους, υπό την τεταγμένη θέση που έχει αποφασίσει ο Προπονητής. Η Επιστήμη στην Τέχνη. Η Τέχνη στην Επιστήμη. Ο Einstein το είχε αντιληφθεί καλά, γι αυτό και ζήλευε τη διαίσθηση του καλλιτέχνη. Απόπειρα γνωσιακής ολοκλήρωσης του ανθρώπου, σημαίνει προσπάθεια επιτυχούς, γνωσιολογικά, εντομοποίησής του : πεταλούδα ή μέλισσα. Η ευχέρεια της επιλογής κινείται μεταξύ των δύο. Ας περάσουμε όμως σε άλλο χώρο.
Η φιλοσοφία, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δεν ενστερνίστηκε ούτε τα εφαπτόμενα σημεία, ούτε τα τεμνόμενα αυτών των κύκλων, ούτε περισσότερο πως οι κύκλοι αυτοί εγγράφονται, εμπεριέχονται. Άρθρωσε λόγο, κυρίως, διαιρετικό και αποξενωτικό. Συνταυτίστηκε με τη θεολογία.
Η πλατωνική «μελέτη θανάτου» είναι ένα πνευματικό «γκάζι» για να αφήσουμε οριστικά πίσω μας μια κυριαρχική πραγματικότητα της Ζωής : το Σώμα. Τολμώ να προσάψω την κατηγορία της ύβρεως. Όχι, όμως, χωρίς να αναγνωρίζω πολύ σημαντικά ελαφρυντικά. Παράλληλα όμως, θέλω ιδιαίτερα να τονίσω την πλατωνική αντίληψη πως ο θάνατος συνιστά μέσον για τη γνώση της αλήθειας. Προσθέτω : αναντικατάστατο. Αποποιούμαι, όμως, κάθε θέαση που τον αντικρίζει ως μιας χρήσεως αναλώσιμο υλικό και μάλιστα καταργώντας την ιερή οντότητα του σώματος. Συνταυτίζομαι απολύτως με τον Αρτώ όταν λέει πως «υπάρχει πνεύμα στη σάρκα, ένα πνεύμα γοργό σαν αστραπή». Η ουδέτερη στάση των Στωικών, παρόλο που χρησιμοποιείται απ’ αυτούς ο όρος Φύσις – ολότελα φορτισμένος φιλοσοφικά από την εποχή των προσωκρατικών ακόμη και γι αυτό πάντοτε ενδιαφέρων – δεν μελετά προκλητικά το θέμα. Μάλιστα το κατατάσσει στα αδιάφορα ζητήματα που καθεαυτά δεν έχουν ουδεμία αξία και είναι παντελώς άσχετα με την επιδιωκόμενη ευδαιμονία1 ! Όσο για τη ρωμαϊκή στάση, δια του Σενέκα, κινείται στο ίδιο μήκος κύματος, με κάποιες συμπαθητικές, ομολογουμένως, …καλλιτεχνικές αποχρώσεις. Θεατρικός ρόλος. Αποχώρηση από συμπόσιο.
Στέκομαι στον Επίκουρο. Για να πλήξω το Das Man2, την αποποίηση δηλαδή της προσωπικής διακινδύνευσης έναντι της Ζωής, που στήνει την αιώρα του στο νου μας ώστε να ξεμπερδέψει με την Ομορφιά και τους κοπτήρες της, θυμιάζοντας τό υπόδειγμα ταχυφαγίας που έστησε ο 20ος αιώνας.
Η γνωστή επικούρεια καισαρική τομή μεταξύ υποκειμένου και ζωής και υποκειμένου και θανάτου υπό τον προβολέα, ευτυχώς, του Είναι (είμαι εν τη ζωή-δεν είμαι εν τω θανάτω, όταν εκείνος δεν είναι σ’αυτήν ή είναι σε μένα όταν δεν είμαι σ΄αυτήν κ.λ.π), είναι, εν τούτοις, ακραιφνώς παιδαριώδης και ως εκ τούτου ανίκανη να κάνει υψηλών προδιαγραφών παιχνίδι με το άκρας εμπειρικής συνθετότητας παίγνιον που έχει συστήσει η Ζωή. Η Ζωή ως αδιάσπαστο Ενιαίο, η Ζωή ως θάνατος και ζωή, ως περιέχουσα και τις δύο αυτές καταστάσεις. «Könnten wir sein ohne sie [die Toten] ?»1, αναρωτιέται δυναμικά και πάλι η Ποίηση ή «Άοσμος κι όμως πιάνεται / όπως ανθός από τα ρουθούνια / ο θάνατος»2, παίρνοντας απ’ το χέρι τη φιλοσοφία που δηλώνει «Das Sein zum Ende…gehört wesenhaft zur Geworfenheit des Daseins»3 (οι υπογραμμίσεις δικές μου). Ο Επίκουρος δεν τα υπολήπτεται, αν τα ξέρει, αυτά και χωρίζει το ΕΝΙΑΙΟ επιπόλαια παιγνιωδώς και με αβαθή ευθυμία, μανιχαϊστικά, στερώντας, ολωσδιόλου αντιρεαλιστικά, από το υποκείμενο την όντως απολαυστική εμβίωση αμφοτέρων των καταστάσεων. Ωστόσο, αν ελαφρά ρίξουμε τον προβολέα της Μνήμης στα δημοτικά μας τραγούδια, φερ’ειπείν, βλέπουμε πως απολύτως ΦΥΣΙΚΑ δεν παραδέχονται, ούτε αναγνωρίζουν τέτοιους περιορισμούς και στενότητες. Το υποκείμενο είναι παρόν και στις δύο καταστάσεις υπακούοντας αφεύκτως στο Ενιαίο του Είναι.
«…φκιάστε μ’ ωριό κιβούρι…
και στη δεξιά μου τη μεριά ν’αφήστε παραθύρι,
να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσό το βράδυ,
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’αηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε»4. Το ίδιο και αν στρέψουμε ευλαβικά το βλέμμα στο Ντουίνο : «Aber Lebendige machen alle den Fehler, daß sie zu stark unterscheiden. Engel wüßten oft nicht, ob sie unter Lebenden gehn oder Toten»5.
Θα χαρακτήριζα τον Επίκουρο, που τόσο πρόχειρα και εύκολα ανασύρεται από το φιλοσοφικό οπλοστάσιο για να χρησιμοποιηθεί αναισθητικά ως έξυπνο όπλο κατά της απειλής του Θανάτου, από μια σειρά ελάχιστα πρωτότυπων καλοκάγαθων ακαδημαϊκών φιλοσόφων, ως αναμενόμενο μεν ανεπιτυχή δε παρηγορητή. Κυρίως, διότι ενεργεί από τη μιά ως τεμαχιστής του ΕΝΙΑΙΟΥ, όπως όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις, και από την άλλη, διότι αρνείται να κοιτάξει ωμά την ανικανοποίητη άβυσσο του ανθρώπινου είναι. Και το τελευταίο αυτό το λέω υπό το ωκεάνεια απύθμενο βάθος της Επιθυμίας, της Βουλήσεως. Και η άβυσσος αυτή οφείλεται στον Κύκλο, όχι στην επεκτεινόμενη επ’άπειρον ευθεία, διότι κύκλος είναι (γίγνεται…!) η μετάπτωση των καταστάσεων στα αντίθετά τους, κατά την κίνησή τους εκτός ορίων από τις καταστάσεις αυτές, ως αποτέλεσμα πλησμονής έφεσης αυξανόμενης μέθεξης αυτών. Η ζωή όπως της αξίζει : πάντα στα άκρα σχοινοβατώντας στο μέσον. Έτσι, δηλώνω με εφηβικό πάθος εδώ, πως κάνουμε τον θάνατο «Und das Totsein ist mühsam und voller Nachholn…»1 (! Κουραστικός ο θάνατος για τους μυημένους), δεν ομιλούμε θεωρητικά γι αυτόν κυρίως, ούτε τον αντιμετωπίζουμε, με μια χρονική μετάθεσή του, ως ένα μελλοντικό γεγονός, όπως ακαλαίσθητα και απωθητικά έπραττε ο Ιβάν Ίλιτς του Τολστόη, για τον οποίον γράφτηκε μια από τις εξοχότερες, κατά τη γνώμη μου, φράσεις της οντολογίας του κοινότοπου, της οντολογίας του υπαρκτικού μικροαστισμού : «прошедшая история жизни ивана ильича была самая простая и обыκновенная и самая ужасная»2. Προσπαθούμε να πεθάνουμε. Είναι κατόρθωμα όπως διακηρύσσει ο Μάλτε Λάουριτζ Μπρίγκε. Το κατορθώνουμε αυτό, δεν παρέχεται ευκόλως και δωρεάν, ακόπως, υπό την έννοια ότι θέλουμε να τεντώσουμε Ζωή μέχρι τα έσχατα όριά μας, μέχρι να τεντωθούμε και να «σπάσει»…Καθίσταμαι ο εαυτός μου μόνον εν όψει του θανάτου μου.«Κ’εννιά φορές τον έβαλεν ο νιός το Χάρο κάτω / Μ’απάνω εις τσ’ εννιά φορές του Χάρου βαροφάνη / Πιάνει το νιό ’που τα μαλλιά, χαμαίς τον γονατίζει»3 ή ακριβώς όπως λέει ο ποιητής των καυτών ροκ βραδιών του ’60 «Τhe nights we tried to die»4 ,«Τhis is the End, beautiful friend…of our elab’rate plans….limitless…The End of…soft lies», «Μy only friend, the End…to set you free» ή ο κατά αντανάκλαση στιχουργός «and our love become a funeral pyre»5 διότι «it would be untrue…I would be a liar if I was to say to you girl, we couldn’t get much higher» ή ο έγκλειστος μυστικός της Ποίησης «es erhält sich der Held, selbst der Untergang war ihm nur ein Vorwand, zu sein : seine letzte Geburt»4 και θα σχολίαζα, εμφατικά, ελεύθεροι από κάθε περιορισμό και όριο μετοχής της Ζωής, όχι από δομικά χαρακτηριστικά της συστάσεως του ανθρώπινου είναι όπως το Σώμα, όπως έχει τη ροπή να πετσοκόβει ο Πλάτων. Ο Χάιντεγκερ σημειώνει«Im Sein zum Tode verhält sich das Dasein zu ihm selbst als einem ausgezeichneten Seinkönnen»5. Ο θάνατος αξίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον ως μπαγκέτα μαεστρική της Ζωής. Με χαρακτήρα μάλιστα επενέργειας ανα στιγμήν και μόνο. Για να τινάζει αίμα και παλμό η ζωή. Ένα συναμφότερο δημιούργημα θεϊκής διανοίας στο οποίο ευγνώμονες υποκλινόμαστε. Αλλιώς είναι ανούσια κάθε ενασχόληση μαζί του αν δεν αποφασίσουμε να το πάρουμε απόφαση πως ιστάμεθα δια παντός ενώπιον του θανάτου, πως ο θάνατος είναι προ-κείμενος, «ein Bevorstand»6 κατά Χάϊντεγκερ. Θα πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε να περάσουμε οριστικά την τάξη, στην οποία μέναμε σχεδόν δια βίου στάσιμοι, εν όψει του απολυτηρίου μας, που ονομάζεται σε άλλη γλώσσα είναι εν ελευθερία, από το σχολείο της μη συγ-χωρούσας (επικούρειας) δυαρχίας και να φανούμε αντάξιοι του Εθνικού μας Ύμνου : «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά ! »1.
Ο Θάνατος, επιτρέψτε μου, λειτουργεί όπως η Αλήθεια2. Κρύβεται. Όπως ακριβώς και η ζωή. Τελούμε υπό τον ορίζοντας της Κρυπτότητας του Κοσμικού φαινομένου. Αρμονία αφανής (νά ένα ακόμη κατηγόρημα του θανάτου). Με άλλα λόγια, τα όντα Κρύβονται διότι επιθυμούν την προσωπική εμπειρία και μετοχή τού θεωρούντος αυτά. Ζούμε σ’έναν προσωπικό κόσμο που κρύβεται. Συνεπώς, επιζητείται η ανάδυσή του από την κρυπτότητα και η «ενεργοποίησή» του, η εργαλειακή χρήση του, αν προτιμάτε, ώστε να προκύψει μείζων Αυθεντικότης. Και για να εντάξω, καθηκόντως ελληνοευρωπαϊκώς, στο σημείο αυτό τη Θεολογία στην διαλεκτική μας παλαίστρα για το γεγονός του Θανάτου, θεωρώ πως η συμβολή του χριστιανισμού στην συνειδητοποίηση και πρακτική εφαρμογή τής παραπάνω διαπίστωσης, ήταν και είναι θεμελιώδους σπουδαιότητας. Κρίνω, πως δεν πολυενδιαφέρει τόσο η πολυδιαφημιζόμενη και ουσιαστικά αστήρικτη, δογματικά και θεολογικά, νίκη επί του θανάτου ως κατ’ ουσίαν ενός εχθρικού και εκ των υστέρων υπεισερχομένου μη όντος συμβεβηκότος (!) επί του υπαρκτού όντος δια της παραπλανημένης βουλήσεως (!) (η συμβολή του Απ. Παύλου στην οριστική παγίωση αυτού τού προθεολογικού φληναφήματος είναι κολοσσιαία), όσο η ευαγγελική κλήση αναλήψεως του καθημερινού μας θανάτου, «αναλαβέτω τον σταυρόν αυτού..», και η επισήμως πια, εργαλειακή του χρήση με σκοπό την επίτευξη τής εμπειρικής βίωσης τής Ζωικής αλήθειας. Δεν πολυενδιαφέρει ο θάνατος από την προοπτική υπέρβασής του και κατάκτησης της…αθανασίας. Η ματιά, η θέασή του, είναι χρήσιμη όχι από μπρος αλλά από τα πίσω και πριν, από το Εδώ. Και η δημιουργία, ας μην το λησμονούμε, είναι πάντοτε ένα ατελεύτητο νυν. Θεωρώ πως δια του υποδείγματος του Σταυρού, ιδρύθηκε ένας τρόπος σχέσης με το θάνατο, ένας τρόπος «χρήσης» του με σκοπό να καταστεί φορείον σχέσεως και αγωγός σχέσεως1. Αποποιούμαι ως θεολογία περί του ανυπάρκτου, τη θεολογία εκείνη που κάνει λόγο για κατάργηση του θανάτου και θεωρώ πως είναι εγκλωβισμένη σε νομικά πλαίσια. Άλλωστε δεν υπάρχει ο παραμικρός επιστημονικός υπαινιγμός, πως ενδέχετο να υπήρξε ποτέ εποχή που ο θάνατος δεν υπήρχε στον βιόκυκλο της οργανικής ύλης, θέση την οποία απορρίπτει διαρρήδην σύμπασα η χορεία των πατέρων, με κάποια υποτονικά και ελάχιστα λοξοκοιτάγματα κάποτε προς την παραδοχή της. Ευαγγελικώς, θεωρώ, τα πράγματα πάνε μακρύτερα. Εκεί πρωτεύει ένα αίτημα υπερπερισσού Ζωής, έστω και δια του θανάτου ή εν τω θανάτω, όχι αυτή η μανιοκατάθλιψη καταργήσεώς του, που - επιτρέψτε μου - οσμίζομαι πως έχει τις καταβολές της στο πολιτισμικό υπόδειγμα της Μεσοποταμίας και αντλεί από την κοινή δεξαμενή του είναι της θρησκείας : αντεστραμμένη, με το κεφάλι κάτω, μυθολογική φυσιοκρατία. Δηλαδή, με άλλα λόγια, υπάρχει πάντοτε ο οντολογικός εχθρός στο είναι της δημιουργίας !
Το κατ’εμέ ηρακλείτειας σπουδαιότητας απόφθεγμα «τα φαινόμενα πάντα δείται Σταυρού…τα δε νοούμενα πάντα χρήζει ταφής»2, έχει ιλιγγιώδη πλούτο νοημάτων και συνιστά μείζον κληροδότημα για την υπαρκτική μας ολοκλήρωση. Είναι σαν να λέει, μεταξύ άλλων, «βυθίστε, κάθε στιγμή και παντού, στη θάλασσα του Θανάτου κάθε ενέργημα της ζωής σας και θα προκύψει ένα υπερπερισσόν ζωής στις πλήρεις και ακραία αποκαλυπτικές διαστάσεις της, που ούτε το φαντάζεσθε καν» ή ποιητικώ τω τρόπω και δια στόματος Ρίλκε και πάλι «Nur wer mit Toten vom Mohn
Aß, von dem ihren,
wird nicht den leisesten Ton
wieder verlieren»1. Δυστυχώς, η ορθόδοξη παράδοση ακολουθώντας την πεπατημένη, όπως αναμενόμενα και διαχρονικά πράττει και κάθε άλλη παράδοση, οποιονδήποτε χώρο κι αν στεγάζει (θρησκευτικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό), όταν μοιραία και άφευκτα αναγκαστικά επιζητεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις ανθρώπινες κοινωνίες
- οι δημόσιοι υπάλληλοι υπάρχουν παντού, σέ όλους του χώρους και αφθονούν πάντοτε - επισημοποιώντας τη διδασκαλία της και απαρνούμενη προδοτικά το άβολο, πάντοτε επικίνδυνο, διαρκώς μυκτηριζόμενο, φτυσμένο και αγιοτρόφο Περιθώριο - απαιτείται ποιητικώς προγραμματική εξαγγελία περί του αενάως Ανένταχτου των ιδεών μας από ορκισμένους ηρακλείς του πνεύματος και τέτοιοι, ανθρωπίνως, σπάνια εμφανίζονται -, θεώρησε ορθό να μονοδρομίσει τον προαναφερθέντα υπαρκτικό δρόμο και να διεκδικήσει με μονοσήμαντο - ουσιαστικά ακυρωτικό δηλαδή - τρόπο και την απόλυτη ιδιοκτησία επ’ αυτού. «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος»2, «Τίς δε κοινωνία φωτί προς σκότος ;»3. Μίξις και απόμιξίς των προς αλιείαν Ζωής, ανταπαντώ εγώ. Έτσι, κολοσσιαίες πνευματικές παρακαταθήκες όπως αυτή της Χαρμολύπης - η λαϊκή παράδοση και η Τέχνη-ελεύθερος-σκοπευτής τη διέσωσε, όχι τυχαία, ακέραιη - απονευρώνονται από την μονιστική σήμανση του περιεχομένου τους από τις παραδόσεις που προδίδουν το Ενιαίο του Είναι και συμπεριφέρονται μονοσήμαντα και όχι ενικά και ενοποιητικά.
Ο θάνατος είναι δομικό στοιχείο του Υπάρχειν. Δεν μπαίνω στον πειρασμό, που ωθεί σε πνευματική καθυπόταξη, να πω συμπληρωματικά στην ενδοκοσμική του συνθήκη. Μιλώ για το απανταχού Υπάρχειν. Συγχωρέστε με, αλλά και… μεταθανάτια. Άλλωστε ένα κατηγόρημα του ανθρωπίνου είναι είναι πως είναι θνητό ή sein zum Tode κατά τη χαϊντεγκεριανή εκδοχή, ή sein im Tode (und Leben gleichzeitig ή, αν προτιμάτε, sein im Leben durch Tod) όπως θα αντέτεινα σθεναρά εγώ, δηλαδή είναι-εν-θανάτω (και ζωή ταυτοχρόνως) ή είναι-εν-ζωή-δια-θανάτου και μάλιστα, αυτό με υπερβατολογική, επίσης, αναγωγή, ως αναφαίρετο γεγονός προς το γίγνεσθαι της υπαρκτικής του ολοκλήρωσης ή της έφεσης προς τελεία ατελέστως και πλήρη απληρώτως μετοχή του Είναι. Ας πούμε πως, κλείνοντας το μάτι στον Leibniz και στην κβαντική φυσική, υποστηρίζω τη δυνατότητα ύπαρξης παράλληλων κόσμων. Κοντολογής, ο θάνατος μετά τον θάνατο, ο θάνατος στο χώρο της «αιώνιας» αποκαλουμένης ζωής, ο θάνατος ως, υπερβατικά, υπό διαφορετική κατάσταση συστατικό και τρόπος αναγωγής στην α-λήθεια του Είναι. «Ενωδύνου καρδίας διάθεσις, αεί το διψώμενον εμμανώς ζητούσα»1, αυτό για τους στοιχειωδώς εχέφρονες σημαίνει θάνατος, είτε υπό τα κατηγορήματα της απουσίας, της στέρησης, της ανικανοποίητης επιθυμίας και του χωρισμού τον ντύσει κανείς, είτε υπό τα κατηγορήματα της απώλειας, της μεταμόρφωσης και της καταστροφής, είτε, κυρίως, υπό την προοπτική της υπαρκτικής τελειώσεως ή σωτηρίας θεολογικά. Κι αυτό γιατί ως καταλύτης , επιτρέπει τη διεξαγωγή σπαρταριστού (=σεσαρκωμένου και όχι ιδεαλιστικού) παιχνιδιού υπό τον ορίζοντα του κάλλους, της υπέρβασης των ορίων, του ζην επικινδύνως (το τελευταίο θεωρώ πως είναι και η κατ’ εξοχήν περιοχή γνωστικού εναύσματος).Η τραγικότητα της ύπαρξης, με κύρια πλευρά αυτής της τραγικότητας την απόλυτη γνώση ότι με αναμένει ο εκάστοτε δικός μου, καταδικός μου θάνατος αφεύκτως, οδηγεί με μαθηματική, τουτέστιν επιστημονική, ακρίβεια στη δημιουργία κολοσσιαίων γεγονότων ζωής. Ας στρέψουμε απλά το βλέμμα στην Ιλιάδα.
Εύκολα διαπιστώνει κανείς μια συγκρουσιακή θέση του ομιλούντος-γράφοντος με τα δεδομένα που μάς προσφέρει η αφήγηση της Γενέσεως. Δεν είναι του παρόντος να εξηγήσω, αλλά θεωρώ καθαρή ανοησία την απειλή του θανάτου που εκτοξεύεται στη Γένεση από τα θεϊκά χείλη (αν διατυπώνεται με διαφορετικό από το προαναφερθέν πρίσμα), όπως, επίσης, τη μεταγενέστερη πατερική θέση πως θάνατον δεν έφτιαξε «ουκ εποίησεν», ούτε τον επινόησε ο Θεός, αλλά τον επέτρεψε κατ’ οικονομίαν «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται», όσο και τη «μεταβίβασή» του δια του προπατορικού «ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθεν, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω πάντες ήμαρτον»1, καθώς ο πρωτόπλαστος θα απειληθεί με κάτι που δεν το ξέρει, δεν έχει την εμπειρία του (πράγμα ανόητο επαναλαμβάνω, για να μην εκφρασθώ έντονα επικριτικά και πω…«δικονομικά» χείριστο, ποταπό, σαδιστικό, άδικο και εμπαικτικό, εντελώς κατώτερο δικαιακά από ό,τι δημιούργησε ο ανθρώπινος νομικός πολιτισμός…), εκτός κι αν συμμερισθούμε - και έχουμε κάθε νόμιμο λόγο - την πολλαπλότητα της ανάγνωσης (και εδώ ο κήπος, ευτυχώς, προς αποθάρρυνση λογιών-λογιών ερμηνευτικών μονοκρατοριών, είναι οργιώδης με τα άνθη του Stanley Fish και της εγγενούς κινητικότητας του κειμένου, όσο και της δημιουργίας του απο τον αναγνώστη, της intentio operis et lectoris του Eco και προπαντός της αποδόμησης του Derrida και των θεωριών περί κειμενικότητας κ.λ.π, αλλά και - για να φέρουμε τη μπάλλα εντός της έδρας της θεολογίας που φαίνεται να ξεχνά απελπιστικά εύκολα τις αγωνίες του παρελθόντος - της αλληγορικής σχολής της Αλεξανδρείας ή της ιστορικοφιλολογικής της Αντιοχείας προς ερμηνεία της Αγ. Γραφής) και καθόλα νομίμως διαβάσουμε τα ιερά (ιερά, διότι είναι αρχετυπικά) κείμενα ελευθερίως. Δηλαδή, μήπως γνωρίζει ήδη την απειλή ο πρωτόπλαστος ; Παραθέτω μια φράση από το βιβλίο του Μάξ Σέλερ, στο πρόσωπο του οποίου συνάντησα έναν συνοδοιπόρο, «Θάνατος και μετά θάνατον ζωή»2 , με το οποίο, σε μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή πριν δυο τρεις μήνες, τράκαρα ανακουφιστικά : «η ιδέα [του θανάτου] ανήκει στα συστατικά στοιχεία της συνείδησής μας, και επιπλέον κάθε ζωικής συνείδησης» και «ο θάνατος είναι ένα a priori για κάθε παρατήρηση και επαγωγική εμπειρία που σχετίζεται με το μεταβαλλόμενο περιεχόμενο κάθε πραγματικής ζωικής διαδικασίας» καθώς και «ακόμα κι αν ήταν το μοναδικό ζωντανό πλάσμα επί της γης, ένας άνθρωπος θα ήξερε πάντα ότι ο θάνατος θα τον καταβάλει. Θα το ήξερε ακόμα κι αν δεν είχε δει ποτέ του άλλα έμβια όντα να υφίστανται τη μετατροπή σε πτώμα». Λοιπόν, μήπως ο Αδάμ γνωρίζει ήδη την απειλή ; Πριν, αποφασίσει, να της αδιαφορήσει ; Και μήπως το τρομερό αυτής της απειλής συνίσταται στο ότι προειδοποιεί τιμωρητικά για το ενδεχόμενο αποκοπής από το ΕΝΙΑΙΟ της ζωής, το ΕΝΙΑΙΟ του Είναι (έστω και ως πεποιημένο, τεχνητό σενάριο από μέρους του Θεού…) ; Να συνιστά, δηλαδή, μια μη διαλεκτική προοπτική μονοδιάστατου ορίζοντα της…Ζωής, της δια του συμβόλου του θανάτου δηλαδή απόμιξης της συνουσίας θανάτου-ζωής, κάτι σαν εκείνο για το οποίο ψέγω τον Επίκουρο, τον Παύλο και τους στείρους παραδοσιοκράτες συνεχιστές αυτής της αντίληψης ;… Στη σκακιέρα του Θεού δεν λείπουν πιόνια και στο simultanée1 που παίζει ο Θάνατος κατ΄εντολή του Δημιουργού και από κατασκευής Κόσμου, αλλά και…προ «του τον Κόσμον είναι»2, το πιόνι του είναι εκείνο της βασίλισσας, εξ ου και το θηλυκό του γένος στις ευρωπαϊκές γλώσσες, muerte, morte, mort.
Αν συμφωνήσει κανείς πως είμαστε καταδικασμένοι να πραγματοποιούμε και να γευόμαστε μιαν «ατέλεστη τελειότητα», και πως τίποτα δεν χάνεται (συνηγορεί η θερμοδυναμική εδώ και ο α΄ νόμος της) τότε καλά θα κάνει να πάρει οριστικά απόφαση πως διαγύζιο με τον θάνατο δεν εκδίδεται και θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν τις καίριες επισημάνσεις από την κλίμακα του Σιναϊτη, που συνηγορούν, θαρρώ, για τα παραπάνω : « Μνήμη θανάτου εστί καθημερινός θάνατος»3. Ποιός μιλά πια για μέλλον ; Καθ΄ώραν πραγματώνεται το γεγονός του ολικώς, ενιαίως, ζην. «Ώσπερ πασών τροφών ο άρτος αναγκαιότερος, ούτω πασών εργασιών η του θανάτου έννοια»1, θα συμπλήρωνα και η του θανάτου πράξις. «Η του θανάτου έννοια απύθμαντον (!) καλούσι…άφθαστον (!) την εργασίαν κέκτηται»2 μα βέβαια, καθότι βρισκόμαστε στην από εκείνη τη μεριά θάλασσα, κατευθείαν στην παραλία του μεγάλου Ζήτα. «Δόκιμος μεν πάντως ο καθ’ ημέραν τούτον προσδεχόμενος’ άγιος δε, ο καθ’ ώραν τούτου εφιέμενος»3 «Η καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου»4 αφού «ου γαρ εξαρκεί η ημέρα…πληρώσαι ανελλιπώς»5. Πλατωνισμός ; Παραδεισολαγνεία ; Δεν νομίζω.
Αναγνωρίζω - συνειδητά αντιεκκλησιαστικά - ένα είδους ευκοσμία στο Θάνατο. Τόσο στην κατάστασή του καθεαυτήν (ευκοσμία μελών, αρμονία, απόλυτη μετοχή στο λόγο της οντότητας του θανάτου…), όσο και στο εισοδικόν (ζην ενώπιον θανάτου) πριν την παράδοσή μας στην ανάσα του, όπως ακριβώς παραδειγματίζει το χτένισμα και ο καλλωπισμός των τριακοσίων πριν τον άφευκτο χαμό τους6. Ζουν αισθητικώς ενώπιόν του. Μάλιστα ευκοσμία που έρχεται, περιπτωσιολογικά, σε αντίθεση με την …«παρδαλή» ευκοσμία (καλαισθητικά λεχθέν) της ζωής. Εκείνη του κάθε λογής υπαρκτικού κιτς, της κάθε λογής νεοβάρβαρης εταιριοκρατικής διασκέδασης, αλλά και εκείνης της ειλικρινούς και περικαλλούς άστοχης όμως και φάλτσης, δυστυχώς, ανοίκειας και γι αυτό άκοσμης στάσης ή κίνησης προς μετοχήν του Είναι (καθότι γηράσκουμε και νεάζουμε αεί διδασκόμενοι7 και μέχρι να διδαχθούμε διαπράττουμε πλείστες καθημερινές άτοπες ασχήμιες. Αυτό που σε ανώριμες και καταλυτικά ενοχοποιητικές γλώσσες αποκαλείται αμαρτία). Ο Θάνατος δεν ασχημονεί σ’αυτή τούτη την (παραδεδεγμένη) κατάστασή του. Η ζωή, αντιθέτως, έχει τη δυνατότητα να το πράξει. Υπό μία οπτική, τον αντικρίζω χρησιμοποιώντας τα λόγια του Hesse από τον Demian, … «ελαφρώς» παραλλαγμένα, αν μπορεί ποτέ να χαρακτηρισθεί ελαφριά η παραλλαγή από την υποτακτική στην οριστική έγκλιση του Είναι, «schön und geordnet ist (sei)»1 (όμορφος και εύτακτος).
Στο σημείο αυτό, και για να αρχίσουμε να εντάσσουμε πιο δυναμικά την Τέχνη στην παρούσα διαπραγμάτευση του γεγονότος του θανάτου, αξίζει να στρέψουμε την προσοχή μας στην σημαντική περίπτωση Νοβάλις ή κόμητος von Handenberg, που ολότελα απωθητικά προσγράφεται ρομαντική στις ιστορίες της λογοτεχνίας, κι ολότελα ηλίθια βαφτίζεται μυστικισμός. Υπερπηδώντας κάθε είδους «λογοτεχνική» ανάλυση, τολμώ να την περικλείσω σ’έναν αφορισμό, αφού διαισθάνομαι πως είμαστε προικοδοτημένοι με υλικό που μάς χάρισε ο Μεγάλος Περιέχων Κύκλος : είμαι όπου η Αγάπη μου είναι2. Οντολογικώς. Αν οδεύσει στην απώλεια, ακολουθώ. Ευτυχώ στην «απώλειά» μου μέσα στο σχεσιακό γεγονός. Όσο απόλλυμαι τόσο υπάρχω. Έτσι, απλώνω την αγάπη μου στα μέλη μου και ζω στην κατάστασή της. Αυτό το άπλωμά της στα μέλη μου, η επάλειψη του σώματός μου μ’αυτήν, είναι εναρμόνιο. Δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Δεν υπάρχει δυσαρμονία στο Είναι. Ή αν προτιμάτε, η δυσαρμονία είναι η άλλη πλευρά της αρμονίας του. Κάθε σχήμα που Εκείνη υιοθετεί, συνιστά για μένα παράδεισο. Δηλαδή υπαρκτική ευσχημοσύνη. Σωτηρία, δηλαδή ολοκλήρωση. Αν διαλέξει να περπατήσει ή να σταθμεύσει στα βασίλεια του θανάτου, τότε ακολουθώντας την ο νεκρός μου είναι φυσίζωος. Η μετοχή μου στην παντοπία της υπάρξεώς της, μου διασφαλίζει ακέραιη την εμπειρία του Κάλλους ως συνύπαρξης και δείπνου με τον ελκυστή τής αβύσσου τής επιθυμίας μου. Και ο ελκυστής είναι η Ζωή, δηλαδή η Αγάπη, δηλαδή η Ζωή. Και χωρίς ουδεμία λογοδοσία βρίσκεται όπου της αρέσει. Και εν τω θανάτω. Απλά. Ποιός δεν έχει εμπειρική γνώση, όταν καταδύθηκε στο «σκοτεινό φως του Έρωτα»1, της εξής στιχομυθίας των ερωτευμένων :
Α(β) - Δεν ρωτάς πού θα πάμε ;
Β (α) - Όχι.
Α (β) - Γιατί ;
Β (α) - Μα αφού θά ’μαι μαζί σου.
Αυτό ακριβώς εννοώ. Και νομίζω πως όλοι γνωρίζουμε αυτόν τον ψυχικό τόπο.
Ως εκ τούτου, «Endet nie des irdischen Gewalt ?», «Trägt nicht alles, was uns begeistert, die Farbe der Nacht?», «ich fühle des Todes verjüngende Flut», «zur Hochzeit ruft der Tod», «…liebliche Sonne der Nacht», «Himmlischer, als jene blitzenden Sterne, dünken uns die unendlichen Augen, die die Nacht in uns geöffnet»2
Στο σημείο αυτό, είναι ώρα πια, να επιστρατεύσουμε τη γεωγραφία. Να ενεργοποιήσουμε την έννοια του χώρου. Κρίνω, λοιπόν, πως υπάρχει ένας και μοναδικός Τόπος όπου η πραγματικότητα των κύκλων μπορεί σαφώς και φυσικά να γίνει ορατή. Και το λέω με κάθε δυνατό ρεαλισμό. Για να υπάρξει αυθεντικό, αληθινό άνοιγμα των όντων και του Είναι στην ανθρώπινη συνείδηση, δηλαδή τα όντα και το Είναι να ανοιχθούν διαλεκτικά σ’ αυτήν, απαιτείται συγκεκριμένος Τρόπος, Τόπος, Κατάσταση. Ο Τρόπος ή ο Τόπος αυτός δεν είναι μια επιλογή ή μια έφεση ατομική μεταξύ άλλων. Είναι καταγωγικά, απριορικά Δοσμένος. Η συνειδητοποίηση αυτού του Τρόπου-Τόπου δεν αποτελεί διακόσμηση, γαρνίρισμα ή ποίκιλμα στη σχέση του ανθρώπου με τον Κόσμο και τα εν αυτώ υπό τον ορίζοντα της Γνώσης, αλλά αποκαλύπτει το κατεξοχήν γνωσιολογικό εργαλείο με καθαρά ρεαλιστικό, στυγνά πραγματιστικό χαρακτήρα, που δόθηκε στην ανθρώπινη φύση. Μιλώ για τον Τόπο της Αγάπης1. Η Τέχνη, δια της Ποιήσεως, ομολόγησε : «l’ amor che move il sole e l’ altre stelle»2. Νιώθω πως ζώντας με το θάνατο και ψηλαφώντας τον τόν αγαπώ και πως οφείλω να τον αγαπήσω ολοένα και περισσότερο ώστε να Μάθω γι αυτόν, ακολουθώντας πιστά την παρακαταθήκη «έγνω την γυναίκαν αυτού» και «εις σάρκα μίαν». Ξεχασμένα και παραποιημένα πράγματα από την …επίσημη (!) εκκλησία, όχι εκείνη την καθόλου που εκ φύσεως ζούμε όλοι. Ας είναι. Ένιωσα, κάποτε, βαθιά ειρήνη (αυτό που σε εμπορικότερη, ίσως, γλώσσα λέγεται συμφιλίωση) και έναν ζεστό ήλιο αφανισμού εν ζωή (!!!), ένα κυριολεκτικά ηλιόλουστο νεκροταφείο3, όταν θέλησα να θέσω την παλάμη τού θανάτου στο μάγουλό μου για ένα χάδι. Δεν θα μιλήσω γι αυτό περισσότερο. Όμως, αντ’αυτού θα παραθέσω, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που του οφείλουν οι αιώνες βαθεία υπόκλιση. Όποιος βίωσε ξέρει. Σε όποιον αποκαλύφθηκε το πλήρωμα, beyond thinking, γαληνιά βασιλευόντως. Όποιος απλά ακούει, δεν έχει ξεκινήσει καν. Σπασμένο Καράβι. Γιάννης Σκαρίμπας.
«Σπασμένο καράβι νάμαι, πέρα βαθιά
- έτσι νάμαι -
με χώρις κατάρτια, με χώρις πανιά
να κοιμάμαι.
Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω,
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω.
Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
-έτσι νάναι!-
και τα βράχια κατάπληχτα και τ’αστέρια μακριά
να κυττάνε..
Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές
-δίχως χάρη-
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μεσ’σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι.
Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό
- έτσι νάμαι -
σ’αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό
να κοιμάμαι…1
Έτσι, ένα ερώτημα προς κάθε αποδέκτη: Μπορεί κανείς να μιλήσει έξω απ΄την Αγάπη ; Μπορεί κανείς να αρθρώσει αυθεντικό λόγο για τον Κόσμο εκτός τής καταστάσεως της αγάπης ; Αν υποθέσω πως συμφωνούμε επ αυτού, τότε ανακύπτουν δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, αν οι πατέρες της εκκλησίας (ή οιοσδήποτε άλλος σε κάθε άλλο γνωστικό τομέα) δεν αγάπησαν το θάνατο, δεν εξέφρασαν έγκυρο λόγο περί αυτόν. Δηλαδή, εννοώ πως αντίκρισαν το θάνατο και το γεγονός του ως αντικείμενο, τον αντικειμενοποίησαν και τον εξέβαλαν, τον έθεσαν έξω, διέγραψαν τη Σχέση μαζί του εντός του υποκειμένου. Καθότι δεν αγαπώ σημαίνει αντικειμενοποιώ2. Τεμαχίζω τον Κόσμο σε άπειρες οντότητες που δεν σχετίζονται ουσιωδώς με το εγώ-ως-εγώ, δηλαδή με το άδειο, από κάθε άλλο θεωρούμενο έτερο ον, υποκείμενό μου. Το συνείναι (mitsein) πυροβολείται εξ επαφής και εν ψυχρώ. Η Τέχνη, δια του εφηβικού στόματος, ορθοτόμησε πως Je est un autre3, στην επιστολή του Αλχημιστή. Ωστόσο, υπό την παραπάνω οπτική, εγώ σημαίνει κενότητα όντων εν εμοί (εγώ είναι μη ον εν εμοί και κτήσις εμού δι εμού) και πλήρης κατοχή μου από εμένα τον ίδιο, που σε έσχατο λόγο συνιστά α-νόητη, ακίνητη (!) και αγνωστικιστική ταυτολογία, που υποψιάζομαι πως συνουσιάζεται με το Ανύπαρκτον. Δεύτερον, αν τον αγάπησαν4 αντιφάσκουν με τον εαυτό τους και τη διδασκαλία που υιοθέτησε η εκκλησία, πως ο θάνατος είναι ο μέγιστος και … ανύπαρκτος (!) («θάνατον ο Θεός ουκ εποίησεν») ουσιωδώς εχθρός και πως η ακοινωνησία μαζί του συνιστά προϋπόθεση της αληθούς πίστεως στο ευαγγελικό (!) μήνυμα. Συνεπώς, αφού εξέφρασαν έγκυρο λόγο περί αυτού - και εγκυρότητα δεν σημαίνει άλλο από λόγο αυθεντικά αφορώντα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την εμπειρία και το βίωμα εκάστου άλλου - τον αγάπησαν (ή με άλλα λόγια επιστράτευσαν τη ρηματική συνταγή «έρχου, ίδε και γνώθη»). Και μ’αυτό έδειξαν αναγκαστικά πως ο θάνατος είναι ον, πως οντοποίησαν το θάνατο, πως ανήκει ουσιαστικά στη Ζωή και πως συνείναι μαζί της διαυγάζοντας γνωστικά τους προσερχομένους.
Συμμετέχω και συντάσσομαι με την εκκλησιαστική απορία και το δέος μπροστά στο μυστήριο τής λύσεως, καθώς δεν μπορώ, ίσως, να θεμελιώσω στο γεγονός αυτό πια λόγο περί ανθρώπου. «Όντως φοβερότατον το του θανάτου μυστήριον ! Πώς…βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυίας ο φυσικότατος δεσμός…»1. Αντικρίζω το μυστήριο τού, κατά φαινόμενον, διχασμού του υποκειμένου «…όταν ίδω εν τοίς τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού, πλασθείσαν ημίν ωραιότητα, άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος, ω του θαύματος ! Τί το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον;»2 και γνωρίζοντας το συνταρακτικό «Αρχή μοι και υπόστασις το πλαστουργόν σου γέγονε πρόσταγμα’ βουληθείς γαρ εξ αοράτου τε, και ορατής με ζώον συμπήξαι φύσεως…»3. Ωστόσο με διακατέχει βαθιά η Αίσθηση ότι ο άνθρωπος οφείλει να πατά σε Δύο βάρκες που πλέουν στη Μία μεγάλη θάλασσα. Και αναγκαστικά το κάνει. Και αυτό αενάως. Αισθανόμαστε, ευτυχώς, πως η νεκρώσιμος ακολουθία λέει μισή την αλήθεια και μάλιστα υπό ειδική οπτική γωνία. Αισθανόμαστε πως είμαστε πάνω, δίπλα ή κάτω από τα λεγόμενά της. Πως ριζικά τα υπερβαίνουμε. Πως - κι αυτό είναι το εκπληκτικό - ουσιαστικά, σχεδόν ελάχιστα ή καθόλου μάς αφορούν ! Όποιος μετείχε σε μια νεκρώσιμη ακολουθία προσφιλούς και αγαπημένου του προσώπου γνωρίζει. Με άλλα λόγια, αντιτάσσομαι (συμφωνώντας) στην θέαση του Δαμασκηνού και λέω πως δεν υπάρχει το μή είδος, πώς ο Κόσμος είναι καταδικασμένος στο Σχήμα, στην Μορφή, στο Είδος, μηδέ εξαιρουμένου του θανάτου ούτε του χάους ή της αβύσσου και κρίνω πως μια τέτοια θεώρηση του Γεγονότος (ο όρος Γεγονός εδώ με κάθε δυνατή υπογράμμιση. Γίγνεται ο θάνατος όπως και η ζωή και το λέω τηρώντας εύλογη απόσταση από μιά παθητική του σύνταξη και θεώρηση. Δεν παθαίνω θάνατο, δεν παθαίνω ζωή.), του θανάτου, όπως αυτή της ευταξίας και του κάλλους για τα οποία αναφέρθηκα παραπάνω, δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε μιαν Ολική θεώρηση της Ζωής, πέραν των συμβάσεων καλού και κακού, φωτός και σκότους, ύψους και βάθους. Μια θεώρηση που θα περιέχει, θα εμπερικλείει, θα συνέχει τα δύο καταλυτικά μεγέθη του ανθρώπινου βίου: της ζωής και του θανάτου. Επαναλαμβάνω πάλι, λοιπόν, με αφορμή αυτές τις επισημάνσεις, πως γεωμετρικά εκφραζόμενος κάνω λόγο για Κάτι - ας το ονομάσουμε φροϋδικά Das Es (Εκείνο, Αυτό) - που σαν ένας μεγάλος κύκλος εμπεριέχει δύο αλληλοτεμνόμενους άλλους μικρότερους κύκλους, που ονομάζουμε γέννηση και θάνατο ή ζωή και θάνατο, με το όνομα του περιέχοντος Κύκλου να μένει απολύτως και κυριαρχικά στο χώρο του αρρήτου, αλλά με την εξαιρετικής σημασίας προσθήκη, στο σημείο αυτό, πως υποδηλώνεται και ψηλαφείται έμμεσα, ΜΟΝΟ δια της δημιουργίας της Τέχνης μέσω των παντοειδών εργαλείων της και της εκασταχού έν-τεχνης (εν τη τέχνη και μόνο, δηλ. εν τω ζην εν σώματι τη Ζωή και όχι διανοείσθαι εκομμένως, ασωμάτως, περί αυτής) αισθήσεως ή συναισθήσεως1. Διαφορετικά δεν θα συνέβαινε «τω νοϊ» μια τέτοια σύλληψη «ει μη πρότερον» δεν εκδηλωνόταν «τη αισθήσει». Σε μια τέτοια πρακτικοθεωρητική στάση εντοπίζω αρκετές συγγένειες, με κορυφαίες, ως παγκοίνως γνωστές, την όψιμη νιτσεϊκή θέση για το Jenseits von Gut und Böse (πέραν του καλού και του κακού), όσο και την πρώιμη αρχέγονη αντίληψη της Γενέσεως που υπερθεματίζοντας την εν μέρει αβαθή, μαθητικά, νιτσεϊκή θέση - κρίμα που δεν το αντιλήφθηκε αυτό ο αγαπημένος Φρειδερίκος - δηλώνει πως η απομάκρυνση από τη συνθήκη της ολικής γυμνότητας, ως ολικού τρόπου εμπειρίας του Είναι, αλλά ακόμη περισσότερο ως προϋπόθεση για την συνείδηση αφενός της αχρωμίας του Είναι των όντων και εν συνεχεία της κινητικότητάς τους, κατά συμβεβηκός, προς την αναγκαιότητα ενός χρώματος (καλού και κακού, αλλά και του συναμφοτέρου των ως κατεξοχήν πλήρους παλέτας), ώστε εν τω γίγνεσθαι να συσταθεί Ζωή, η οποία, ακριβώς, θα εμπίπτει, για να αποκαλύπτεται ανακαινιζόμενη και νοηματοδότρα, στα δύο θεμελιώδη συστατικά της ζωή-Θάνατο, συνιστά έκπτωση, σημαίνει ανθρωπολογική υποστροφή και το συμβολίζει με το δέντρο (να φανταστώ πως από τα φύλλα αυτού ακριβώς του δέντρου έραψαν «εαυτοίς περιζώμματα» ;) της γνώσεως του καλού και του κακού, που παράγει θάνατο καθότι διχάζει το Ενιαίο, οδηγεί υβριστικά στην ανυπαρξία το μεγάλο Κύκλο που έκανα λόγο πριν.
Δηλαδή, η μη Ολική θεώρηση-λατρεία της Ζωής, αλλά η μανιχαϊκή ταξινόμησή της, ο διχασμός του Είναι, τα στεγανά των προσήμων των καταστάσεων, η κανονιστική αναγκαιότητα για τη σύσταση κοινωνιών (δηλ. της κοινωνικής-πολιτικής φύσεως του ανθρώπου κατά Αριστοτέλη) με σκοπό τον αφανισμό της διαλυτικής λειτουργίας της αυθαίρετης βούλησης που θα συνιστούσε homo homini lupus, αποφασίζουν αυθαίρετα (εξ ου και η σχετικότητα της Ηθικής) τόσο για την ιεράρχηση, όσο και για το διαχωρισμό και τον χρωματισμό των οντοτήτων, επιφέροντας αφύσικα και μη οντολογικά (κάτι σαν ένεση ανυπαρξίας, σαν οντοποίηση του μη όντος) τη διχοστασία και το μονοσήμαντο στη θέση της Ολικής πολυωνυμίας, της πολυσημίας, της φιλοξενίας των αντιθέτων, της Ολικότητας του Είναι. Εδώ, φυσικά, θα πρέπει να τονισθεί πως ο λόγος που νοηματοδοτεί έτσι ή εξετάζει, θεωρεί, το Είναι, απαραιτήτως και αναπόφευκτα περικλείεται Εντός της ενδοκοσμικής κατάστασης του υπάρχειν και όπως σ’αυτή φανερώνεται το Είναι. Μια περαιτέρω εξέταση της «λειτουργίας» του, μόνο στο χώρο της λογικής εικασίας και της αναλογικής εξεικόνισης θα μπορούσε να εμπίπτει, χωρίς απαιτήσεις για κάποια εμπειρική και κοινωνήσιμη διαπροσωπικά πιστοποίηση των υποθέσεων.
Παράλληλα, καθώς έχω ερωτηματικά δηλώσει στο έργο μου «ΧΑΣΜΑ ΕΝ ΛΟΓΩ ΚΑΙ ΡΥΘΜΩ», στο μέγα ποταμό της οντολογίας κυλούν πολλά νερά των ποταμών της ψυχολογίας ή του θυμοειδούς αν προτιμάτε - παρεκβατικά εδώ αναφέρω πως πιστεύω ότι πολύ κακό έκανε η τέλεια άρνηση αυτής της πραγματικότητας από τη θεολογική γενιά του ’60, που επιμένει νευρωτικά ακόμη και σήμερα σ’αυτή τη στάση, σε σημείο που απορεί κανείς για την αναγνωστική της ικανότητα να διαβάσει επαρκώς τουλάχιστον τον Χάϊντεγκερ και την κατ’ επανάληψη Stimmung1 που αναφέρει, ξεχνώντας πόσο ο τελευταίος εξέθρεψε την λακανική προσπάθεια - επικαλούμαι εδώ, ενισχυτικά της θέσης περί του ΕΝΙΑΙΟΥ του Είναι, τον ενορμητικό δυισμό που διαγράφεται στο φροϋδικό έργο «Πέρα από την αρχή της ηδονής» (Jenseits der Lustprinzip…) (το σημαντικό αυτό, νιτσεϊκώ τω τρόπω, Πέρα (Jenseits), τα λέει όλα νομίζω), καθώς και στο έργο «τελειωμένη και μη τελειωμένη ανάλυση» (άλλος υπέροχος τίτλος), όπου ορολογικά χρησιμοποιείται η λέξη Θάνατος όπως και η λέξη Έρως, κατά τρόπο εμπεδόκλειο, όπου οι ενορμήσεις αυτές θεωρούνται υπό ΕΝΙΑΙΟ (το ψυχικό πεδίο) πρίσμα. Οι ενορμήσεις της ζωής (Έρως) και της καταστροφής (Θάνατος) ισοδυνάμως και ως οικουμενικές αρχές, όπως εύστοχα δηλώνεται από τους Laplanche - Pontalis, εντάσσονται στο Ψυχικόν Όλο εκ φύσεως. Η Triebkraft, η δύναμη των ενορμήσεων, είναι καθοριστική συνιστώσα, μεταξύ άλλων, για τα όνειρα, ξυπνητά ή καθ΄ύπνους΄ για το υλικό από το οποίο, κατά Σαίξπηρ, είμαστε φτιαγμένοι και όχι μόνον. Αλλά σπουδαιότερο ακόμη είναι η διαλεκτική θεώρηση αυτών των δύο θεμελιωδών ενορμήσεων. Σχετίζονται, λοιπόν, οι αντιθετικές αυτές ενορμήσεις Ερως - Θάνατος (μέγα μέρος της Ποίησης ενδιατρίβει σ’αυτά), μείγνυνται πραγματικά και πραγματικά διϊστανται και διαχωρίζονται. Στη φροϋδική ανάλυση, ωστόσο, υπάρχουν αρκετά κενά που περιμένουν να γεμίσουν. Δηλαδή, μεταξύ άλλων, πώς εννοείται η συνένωση των ενορμήσεων (εδώ η Ποίηση και γενικά η Τέχνη ευκολότατα και με μεγάλη άνεση μπορεί να συμβάλλει αν τής δώσουν την οφειλόμενη σημασία), με τήξη, συνδυασμό, μίξη και αποχωρισμό ; Θα έλεγα πως «θεωρητικά», δεν θα είχα καμιά δυσκολία να χρησιμοποιήσω εδώ όλον τον Όρο της 4ης Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας τόσο για την τελειότητα μιάς εκάστου όσο και για την ένωσή τους, «τέλειον τον αυτόν εν…και τέλειον τον αυτόν εν» και «δύο φύσεσιν ασυγχύτως ατρέπτως αδιαιρέτως αχωρίστως …ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν σωζομένης δε μάλλον…», προσθέτοντας όμως στην ένωση των δύο και ό,τι απλά ονομάζουμε κουβάρι. Ωστόσο, ένα ασύγχυτο, υπερφυώς και αρρήτως κατά Wittgenstein, όχι όμως άγνωστο στην Αίσθηση (κατεξοχήν φορείο της η Τέχνη), και όχι μπερδεμένο κουβάρι’ μιαν ασύγχυτη δηλ. σύγχυση και ένα εναρμόνιο φύρδην-μίγδην ως μια απόπειρα κάλυψης αυτών των κενών. Όμως, για μια αναπαυτική θεώρηση και βίωση όλων αυτών των κουραστικών, ομολογουμένως, θεωρητικών ανιχνεύσεων, θα υποδείκνυα ανέτως το δημοτικό-λαϊκό πανηγύρι του χωριού και τον γάμο ή την κηδεία (μουσειακά πια είδη, δυστυχώς, λόγω βαρβαρικής υποστροφής στο κυριάρχο εξαμερικανισμένο μοντέλο ευδαιμονισμού, χείριστης μάλιστα εντόπιας προσλήψεως, χωρίς ίχνος διυλύσεως όπως διαχρονικά έπραττε ο ελληνισμός), όπου, υπό ανώτατο πολιτισμικό υπόδειγμα, βιώνεται ανέτως και εν ειρήνη όλος ο Ηράκλειτος και οι προσωκρατικοί, δίχως, αυτονόητα, να χλωμιάζουν μπροστά στα διλήμματα της κράσεως των αντινομικών ενορμήσεων.
Στην αντίθετη εκδοχή από εκείνη του Ενιαίου της Ζωής που πρότεινα παραπάνω, αν τα μεγέθη του θανάτου και της ζωής, ως δύο τεμνόμενοι κύκλοι τουλάχιστον, ήταν ασχέτιστα και αντικοινωνικά θα έπρεπε να διατηρούν στην επικράτειά τους, καθόσον αυτή βρίσκεται στην κυριαρχία τους, πλήρως όλα τα ιδιώματα που αρμόζουν σ’αυτήν. Όμως να που ο έρωτας, που πέραν της φροϋδικής ορολογίας ως Lustprinzip, θεωρείται ως κατεξοχήν ζωική εκδήλωση αναλαμβάνει την απώλεια, τη φθορά, το τραύμα, την βίαιη καταστροφή, θά ’λεγα εν συντόμω, μια ιδιαίτερη μορφή ενθουσιαστικής εκμηδένισης (διαλέγω με προσοχή αυτές τις λέξεις, τόσο για το ιστορικό όσο και για το οντολογικό τους βάθος) για να εκδηλώσει δια της απώλειας των ιδιωμάτων της ζωής και τον προσεταιρισμό των ιδιωμάτων του θανάτου την πλέον ένθεη βακχεία, την πλέον μανιώδη λαγνεία μας για τον Μεγάλο Κύκλο που αποκαλώ Ζωή με κεφαλαίο: Το ερωτικό σώμα. Όχι απλά έλξη. Ένας ασίγαστος και αενάως ακόρεστος πόθος. Η απόλυτη αιτία ώστε να καταστούμε παρανάλωμα του πυρός σε όλες τις αιωνιότητες. Και ιδού, κατέφθασε. Ειρηνικά μαύρος όπως ή Νύχτα και αμετανόητα πηχτός όπως λίγο πρίν την αυγή. Γρατζουνιές, δαγκώματα, μώλωπες, σκορπισμένα υγρά, άτακτη και όχι εύτακτη - κατά το υπόδειγμα της ζωικής αρμογής - διάχυση χυμών, εκκρίσεων, σωματικών στάσεων, χειρονομιών και σχημάτων, πόνος1, αίμα…Αυτή, πάλι και πάλι, η ιδιαίτερη μορφή αγαπητικής-εκστατικής βίας. Η στιγμή Climax εξεικονισμός θανάτου. Ένα τσάκισμα. Μια πτώσις-πτώμα (...) στην απόλυτη στιγμή της ζωικής εκρήξεως ! Η …κλάσις του…σώματος. Τόσο τρελαίνεσαι θεώμενος και ορών, που μια ακόρεστη δίψα να «εξαφανίσεις» με παραληρηματικό έρωτα το θέαμα-αγαλλίαμα των ματιών σου σε κατακυριεύει. Τόσο ποθείς που, μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερο κι ωστόσο κοινά απαντώμενο εγγενώς σε κάθε εκδήλωση της ζωής, επιζητείς, θέλεις να καταστρέψεις. Μα για στάσου. Εδώ δεν είναι που κολλάει παραδειγματικά, παραβολικά, εξεικονιστικά, η ευαγγελική εκείνη ωμοφαγία της σαρκός και του αίματος του Κυρίου ; Αλλιώς, δεν έχουμε μέρος μετ’ αυτού ! Και δικαίως. Ωμοφαγία θανάτου, δηλαδή άπεφθης ζωής. Μελιζόμενοι, διαιρούμενοι και…μηδέποτε δαπανώμενοι2. «Αι της αγάπης μαχαιριά, …τρεμάμενο αίμα του έρωτα, …πληγή που ανάβλυζε ευωδιές φιλιών και μουσική» λέει το άσμα, «Το χέρι του θανάτου χαρίζει τη ζωή» μαρτυρεί η Ποίηση «και ύπνος δεν υπάρχει», ή «Γογγύλα, Γογγύλα να σ’ανασαίνω περιπαθώς μέσα σε τάφο!». «Σκληρός ο λόγος», …σκληρός ως άδης, «τίς δύναται αυτού ακούειν ;». «Aπήλθον πολλοί». Βεβαίως. Αναμενόμενο. Δεν αντέχει πολύ πραγματικότητα ο άνθρωπος. Δεν αντέχει πολλή ομορφιά. Δυσφορεί και δυσπραγεί στα καλαισθητικά γεγονότα. «Denn das Schöne ist nichts als des Schrecklichen Anfang»1. Δεν επέλεξαν τυχαία οι θρησκείες της Άνοιξη για να εγκαταστήσουν το γεγονός του θανάτου. Ούτε και χώθηκαν ιλαρά στιχηραρικά και ειρμολογικά μέλη, στον πλάγιο του β΄ ας πούμε, καταμεσής του Πάθους. Ποιός ανόητος διακήρυξε πως το Φως δεν είναι σκληρό ; Και μάλιστα εδώ στην χώρα του Ακάλυπτου, την Ελλάδα. Καταδικάζεσαι να βλέπεις. Σύρεσαι δέσμιος στο Φως. Ακάλυπτος. Απροστάτευτος. Οίκοθεν. Οίκαδε.«Αι Σκοτεινό Φώς του έρωτα», «Αγγελικό και μαύρο Φως», «Μόλις είν’έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος»2. Πως η Ομορφιά δεν έχει κυνόδοντες ; «Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει» (ανυπόφορη ως θάνατος η Ομορφιά της ζωής..). Πως η ζωή για να βρει τον εαυτό της δεν σχεδιάζει κυκλικά να διασπάσει τα όριά της ; Η ε πιβλητική βία του φωτός. Αλήθεια, έχει κάτι λιγότερο από την επιβλητική βία του Θανάτου ; Αλήθεια, είναι κάτι λιγότερο από κραταιά, αμφότερα, και ΕΓΓΕΝΩΣ βίαια και τα δύο (σκεφθείτε, απλά, πώς και πόσο μάς επιβάλλεται, αναπόδραστα, η ζωή όπως ακριβώς και ο θάνατος, για να γευθείτε κάπως αυτό που εννοώ όταν λέω ΕΝΙΑΙΟ της Ζωης) ; Άλλωστε το הםלשל םירישה ר י ש (Άσμα Ασμάτων) το λέει ξεκάθαρα «κραταιά ως θάνατος αγάπη, σκληρός ως άδης ζήλος». Όσον αφορά στην Τέχνη, η Ανδαλουσία δια στόματος Λόρκα στο γήπεδο του Duente επιμαρτυρεί αρκούντως για όλα τούτα, δίχως να επεκταθώ περισσότερο.
Ή μήπως να το κάνω συγκρίνοντας δυό στάσεις ενώπιον του γεγονότος του θανάτου ; Είναι πειρασμός. Και, φυσικά, του υποτάσσομαι εν όψει φωταγωγικού ταξιδιού Ζωής επί ποινή θανάτου. Ιδού λοιπόν, μια και εισαγάγαμε την Τέχνη ως κατεξοχήν όργανο αποκαλύψεως, η κοινότοπη, συμβατική και προκάτ στάση των συμβιβασμένων των θρησκειών κατακορύφως και εκείνη των γυμνητευόντων και εκτεθειμένων στη Ζωή της Τέχνης:
«Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα»1
«Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα»2
«Πού η των προσκαίρων φαντασία ;» 3
«Πού εστίν ο χρυσός και ο άργυρος ;»4
«Πού εστί των οικετών η πλημμύρα και ο θόρυβος ;»5
«Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά»6
«Γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία»7
«Άδης και απώλεια η των προσκαίρων ζωή, η σκιά η ανύπαρχτος (!), ο ύπνος της πλάνης, ο ακαιροφάνταστος μόχθος της γης, πόρρω εκφευξώμεθα κόσμου»8
«Άρα τις εστί βασιλεύς ή στρατιώτης ή πλούσιος ή πένηςή δίκαιος ή αμαρτωλός ;»9
Η επιφανειακή χρησιμοποίηση του Θανάτου υπό τον πλέον κοινότοπο οφθαλμό μιας φαινομενολογίας ενεργημάτων (όπως χωρισμός, αφανισμός, αποσύνθεση, αφάνεια, απουσία, ακινησία, σιωπή, δυσωδία, βρωμιά, παύση…) συνιστά τύφλωση, πορνεία, κακοποίηση και διαχρονικά εκσυγχρονιστική ξεπέτα των πεισματικά ανώριμων της πραγματικότητας ή των επιτυχημένων εμπόρων της.Εντοπισμοί ρηχοί, μονοδιάστατοι και επιμερισμένοι, σχεδόν εκπορνευτικοί της Πραγματικότητας σε σχέση με το Ενιαίο του Κόσμου. Οποία ολωσδιόλου «αντιπνευματική» οπτική της σεβαστής εκκλησιαστικής παραδόσεως, όπου βρίθει η κοινοτοπία, η (αντίθετη με τις διακηρύξεις της) αντιπνευματική φαινομενολογία, η μικροαστική κατά το υψηλό πρότυπο του Ιβάν Ίλιτς παραμονή στο φαίνεσθαι και στο παιδαριωδώς αισθητό και φυσικά όλα αυτά όπου αυτή φασιστοειδώς κρίνει, ασκώντας εν παντί και πάντοτε την προσφιλή αρχή της «δύο μέτρα και δύο σταθμά»…Μα καλά, δεν μπαίνει στον ελάχιστο κόπο να κάνει την απλούστατη σκέψη πως οφείλει, αν συμβαίνουν έτσι τα πράγματα, να κάνει τεμενάδες σε τόσο φιλάνθρωπο και αποτελεσματικό εκκαθαριστή, υπαρκτικών απορριμάτων, όπως ο Θάνατος ;
Η νηπτική παράδοση κλείνει άτεχνα και κακόμοιρα το μάτι στο εδώ και τώρα του θανάτου. Ωστόσο το κλείνει. Ιδού : η γνωστή επίσκεψη στο κοιμητήριο, ο ζωντανός ενταφιασμός στην άσκηση κατά των παθών, η γεμάτη άγνοια, ανέξοδη, πρόχειρη και κακοποιημένη αισθησιοκρατία πως το σώμα μου θα πάθει αυτό που βλέπω μπροστά μου στα γυμνά κρανία, τα οστά, το χώμα κ.λ.π κ.λ.π (εδώ ισχύουν, όπως φαίνεται, μόνο τα ορώμενα καθώς και στο γάμο, στο σώμα, στην …κοσμική (!) γνώση, στο λαϊκό πανηγύρι, στην όρχηση, στην ηδονή, και …και… Σκέτη απελπισία κατακλύζοντος το παν υπαρκτικού μικροαστισμού.). Ίδια, παμπολλές φορές, με την αντιμετώπισή του από διανοούμενους, φιλοσόφους και καλλιτέχνες με το κρανίο στα δεξιά του γραφείου, όπου γράφεται με κοσμικούς όρους ό,τι ακριβώς γίνεται στην έρημο από τους ασκητές κ.λ.π. κ.λ.π. Βλακείες. Καλοκορνιζαρισμένες βλακείες. Μελοδραματικές. Όμως να, στον αποσυνάγωγο και εμπτυσμένο χώρο της αληθινής Τέχνης μια, για μένα, εμβληματική περίπτωση από τη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία που, επιτέλους, ξεκόβει ολότελα από την παραπλανητική, εύκολη, αγοραία και γι αυτό καθιερωμένη εικόνα του νηπτικού, του στοχαστή ή του καλλιτέχνη με το ανθρώπινο κρανίο στα δεξιά του και την πένα στο χέρι, έτοιμη να γράψει για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων: η «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη !
Αλήθεια, ποιός εκκλησιαστικός πατέρας είδε το θάνατο όπως τον έβλεπε στην «Πρέβεζά» του ο Καρυωτάκης, ώστε να μπει στον κόπο να προσφέρει κατήχηση πραγματικά πολυέξοδη και όχι σωτηριολογικώς κατασφαλισμένη ; Ή για να εκφρασθώ ακριβέστερα, ποιός θέλησε και θεώρησε χρέος του να δει τον θάνατο και από την άλλη του πλευρά ; Αυτή, την καταφώτιστη. Αυτήν της κίνησης και της οχλαγωγίας. Του θορύβου και της ροδαλόχρωμης παρειάς. Της σταδιοδρομίας και των μάχιμων προαιρέσεων. Των γεμάτων μύες και νεύρα ιδανικών και της ποικιλόχρωμης σημαιοφορίας τους.
«Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
(στους μαύρους τοίχους και στα κεραμύδια),
Θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
(καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια).
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
(με…),
Ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα (!), κι ακόμη
ο ήλιος (!!!), θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος1 που διπλώνει,
(για να ζυγίσει…),
Θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
………..
«υπάρχω; » λές, κι ύστερα «δεν υπάρχεις!»2
Και εδώ συνηγορεί δρομαίος ο Νοβάλις στον δεύτερο ύμνο στη Νύχτα, σ’ ένα αγαστό consensus Patrum : «Sie fuhlen dich nicht in der golden Flut der Trauben - in des Mandelbaums Wunderöl und dem braunen Safte des Mohns. Sie wissen nicht, daß du es bist, der des zarten Mädchens Busen umschwebt und zum Himmel den Schoß macht…»3. Εικόνες παντελώς και διαχρονικά ανυπεράσπιστες εκκλησιαστικά (δηλαδή κατά την παντοειδή σύναξη της ζωής μας στην πλατεία με τους φίλους). Καθώς φαίνεται για τις λογιών-λογιών παραδοσιοκρατικές και λογοτεχνικές, πάντοτε ορθοδοξούσες, δημόσιες πνευματικές υπηρεσίες υπάρχει μόνο μονοσήμαντη, προφανής βεβαιότητα. Οι απανταχού πατέρες είναι σίγουροι πως τώρα εκειδά στον αρσανά, στο διακόνημα ή στην ακολουθία, στην έκδοση της ποιητικής συλλογής υπάρχουν, πως ο θάνατος κόβει βόλτες μόνο στο κοιμητήριο και το οστεοφυλάκιο, πως η καίρια εικόνα του είναι τα ξερά κόκαλα και η σωματική αποσύνθεση.
Ακούσαμε ποτέ να μελανοφορούν αιτώντας, μέ εναγώνια κεκαυμένη υπαρξιακά συνείδηση και πάθος, ληξιαρχική πράξη Θανάτου εικόνες όπως ο τρούλος, ο ναός, η τράπεζα, η αγιογραφία, το κομποσκοίνι, το άγιον ποτήριον, η αγία Τράπεζα, τα ιερά θέσμια, η χιλιόχρονη ένδοξη ιστορία, τα Νομπέλ, τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία, η λογοτεχνική βραδιά υπό συγκεκριμένο υπαρκτικό φωτισμό - μια εκσπερμάτιση που προγραμματικά αποτυγχάνει στην προορισμένη χρυσή προοπτική της - η έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής (εισιτήριο αθανασίας και ελιξήριο νεότητας ως υπεραναπλήρωση και υποκατάστατο δυσανεκτικών και στερημένων) που δεν την εγκαταλείπουμε, αλλά την γραπώνουμε σφιχτά μιμούμενοι τους κατά πάντα ανάπηρους θεσιθήρες πολιτικούς, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ακόμη αυτή τούτη η πράξη του δημιουργείν ; Μια ληξιαρχική πράξη θανάτου που εκδίδεται ΜΟΝΟ από τα κατά τόπους ληξιαρχεία της Ζωής και που υπογράφεται υπευθύνως μόνο από αυτά και μέσα σ’ αυτά, ούτως ώστε υπό την υψηλή τους κηδεμονία να σε εναποθέσουν στο Κενό που ακριβώς την επομένη στιγμή αντιλαμβάνεσαι πως βρίθει Παρουσία. Κι εσύ, μετά, στάζεις αθλητική ελευθερία. Ξεκαπίστρωτος. Σχεδόν άναρχος πια. «Χαίρε ω χαίρε ελευθεριά !».
Για τον Καρυωτάκη και την ποίησή του πολλά, πια, έχουν γραφτεί και ειπωθεί. Τα προσπερνώ. Μένω σ’ εκείνο που εντοπίζει επίμονα η αντίληψή μου και που, πολύ κακώς, δεν είδα πουθενά να αναφέρεται και που ο ίδιος ο Καρυωτάκης, είμαι σχεδόν βέβαιος, δεν είχε συνείδηση : η οντολογική εν μέρει διάσταση της ποίησής του. Αν και το να έχει ο ίδιος συνείδηση γι αυτό, έχει μια κάποια σημασία για τη φιλοσοφία ή ίσως περισσότερο για τη ψυχολογία, ουδεμία όμως ή σχεδόν ελάχιστη για την Ποίηση. Γι αυτήν, αφού τα απομάγευσε τεχνοποιώντας και καταγράφοντάς τα όλα τούτα, τα γνωρίζει απολύτως. Έχοντας, ασφαλώς, μια κατάδική του και συγκεκριμένη οπτική, ένα συγκεκριμένο στίγμα, το οποίο όμως στο χωράφι της Τέχνης συντάσσεται, φυσικώς, με τις διαστάσεις του Ανοιχτού, με το εύρος του Απεριόριστου, μπορεί κάποιος να πει πως η «Πρέβεζα», στον αντίποδα των φθηνών εκκλησιαστικών πρακτικών της παράδοσής μας, προσφέρει μια ενήλικη πια, έστω και μερική, οντολογία του θανάτου. Άλλωστε το ρήμα ΕΙΝΑΙ κυριαρχεί εμφατικά στο ποίημα. Δυστυχώς γι αυτές, αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά παθαίνουν αφλογιστία όλες οι κομψευόμενες κριτικές της λογοτεχνίας που στη θέση της οντολογίας, στην οποίαν εκ φύσεως εντρυφά η Ποίηση, στέφουν καθηγουμένη την κοινωνιολογία και εν συνεχεία τον ψυχολογισμό. Αρκεί.
Καταλήγοντας, κρίνω πως μια τυπική καταγραφή των όντων της ζωής που η Τέχνη επιστρατεύτει μιλώντας για τον θάνατο, θα ήταν αρκετά διαφωτιστική. Θεωρώ πως έτσι προσφέρεται μια άλλου είδους «αποδεικτικότητα» των ισχυρισμών μου. Καθώς πιστεύω πως η αντιμετώπιση από την Τέχνη του γεγονότος του θανάτου, συνηγορεί σχετικά με το γεωμετρικό σχήμα των εγγεγραμμένων κύκλων και του περιέχοντος αυτούς Ενός. Η Τέχνη κοιτά τον θάνατο από τη μεριά της ζωής. Πριν, όμως, ξεκινήσω την περιγραφική αναφορά μου στην Τέχνη και τη σχέση της με το θάνατο, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες προεισαγωγικές παρατηρήσεις. Κατ’ αρχήν, ότι καθώς το ανεβοκατέβασμα από και προς τα βασίλεια του Θανάτου παρουσιάζει διαχρονικά πυκνότατο δρομολόγιο σε κάθε πολιτισμική παράδοση και η λογοτεχνική και παραδοσιακή θρησκευτική πολυκοσμία στα λημέρια του καταντά κυριολεκτικά ασφυκτική, αρχίζοντας από την επονομαζόμενη κακώς «αιγυπτιακή» Βίβλο των νεκρών και το Έπος του Γιλγκαμές και περνώντας απο τον Όμηρο, τους τραγικούς, την Αγία Γραφή, τον Βιργίλιο, τον Οράτιο, τον Δάντη, τον Γκαίτε, τον Σίλλερ μέχρι τις φούγκες του θανάτου του Τσέλαν και του μυητικούς ορφικούς στίχους του Σικελιανού που «κι αυτός ο Μέγας Θάνατος» του «γίνηκε αδελφός» ή «ηλιοτρόπιο» άλλοτε στον Ελύτη, συλλογίζεται κανείς πως το «θέμα» τού θανάτου στην Τέχνη είναι συχνότερο, ίσως, από εκείνο του έρωτα !
Έπειτα, και αυτό το τονίζω με ιδιαίτερη έμφαση, πως ο θάνατος είναι πλήρως προσωποποιημένος, και θα προσέθετα εδώ με σφρίγος και ζωική ορμή προσωποποιημένος, στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και φτάνει στο Σενέκα, ας πούμε, να θεωρηθεί θεός. Θεωρώ πως αυτό έχει μεγάλη σημασία υπο την έννοια πως η θεώρηση αυτή υποκρύπτει, έστω και λανθανόντως, μια θέαση του Ενιαίου της ζωής. Αντίθετα, στην Αγία Γραφή δεν συμβαίνει αυτό. Βέβαια, υποκύπτει κάποιες φορές δια της γλώσσας σε οντότητες αυτού του κόσμου για να δηλώσει την… υπόσταση του θανάτου, όπως πύλες, στόμα, σκιά, ή πάλι δια της χριστιανικής εικονογραφίας όπως, φερ’ ειπείν, οι απεικονίσεις του θανάτου στον Θεοφάνη ως σχεδόν χωρίς περίγραμμα, αλλά μαύρου μέσα στο μαύρο, κάτι σαν καπνιά που κατακλύζει τα όντα αξεδιάλυτα, γηραιού άνδρα. Ωστόσο αυτός ο λόγος δεν κατορθώνει να αρθρώσει κάτι περισσότερο από μια νηπιωδώς μανιχαϊκή στάση υπό έναν συγκεχυμένο, πνευματοκρατικό και αντισωματικό πλατωνισμό σε σχέση με το γεγονός του θανάτου υπο μια ώριμη οντολογική του θεώρηση.
Ιδού λοιπόν οντότητες που είναι πολιτογραφημένες στα δημοτολόγια της Ζωής και επιστρατεύονται από την Τέχνη για να υποδηλώσουν το γεγονός του θανάτου. Τα ασφοδίλια από τον Όμηρο (Οδύσσεια 11.539) που αναφέρει και ο Πλίνιος ως ταφικά άνθη (Historia naturalis) και χρησιμοποιούνται από τον Μίλτον (Comus, 838) τον Πόουπ (Ode for Music), τον Τέννυσον (Demeter and Persephone), τον Carlos Williams, τον Σεφέρη. Η κοιλάδα που ο Μπλέηκ, ανάμεσα σε τόσους άλλους προγενέστερους αλλά και κατοπινούς του, εικονίζει στους «Γάμους του Ουρανού και της Κόλασης». Η βιολέτα που αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της Περσεφόνης στον πρώτο ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα και επαμεμφανίζεται στον Βακχυλίδη (Επίνικος 3.2) και στον Οβίδιο (Μεταμορφώσεις 5.392), αλλά και χρησιμοποιείται λαμπρά από τον Σαίξπηρ στον Χάμλετ για τη σχέση αγάπης-θανάτου (1.3.7-10). Η Νύχτα που διάσπαρτη σε μύρια κείμενα από τον Ησίοδο, τους τραγικούς, τον Βιργίλιο, τα Ευαγγέλια, τον Ρακίνα, τον μέγα Δάντη, τον ιεροφάντη Νοβάλις που με τους ύμνους στη Νύχτα προτείνει οντολογικά νυχτερινό Κόσμο, τον Κητς και τον Λαμαρτίνο, γονιμοποιεί μυριάδες συνδηλώσεις. Ο σπόρος , με την εκτός των άλλων ευρύτατη αγιογραφική χρήση και αλληγορική διαχείριση. Η σιωπηλή και κρύα σελήνη της ελληνορωμαϊκής λογοχτενίας. Το κοράκι, η φάλαινα, το σκουλήκι, ο μανδραγόρας, το ποτάμι, η θάλασσα ακόμη, το αρωματικό μύρο και το λιβάνι που, όπως αναφέρουν ο Ηρόδοτος ή ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες, καιγόταν στις θυσιαστικές προσφορές, ή λήκυθος με πυκνότατη και κυριαρχική χρήση στην αγγλική ρομαντική ποίηση (Βύρωνας, Κήτς, Σέλλευ κλπ), το λουλούδι, το φύλλο, όπως ομηρικά παρομοιάζονται οι γενιές των ανθρώπων, το σκοτάδι, μέταλλα όπως ο μόλυβδος. Ο κατάλογος των ζωντανών κοσμικών οντοτήτων προς περιγραφή και συμβολισμό του θανάτου μπορεί να τραβήξει εις μάκρος. Σταματώ εδώ ενδεικτικά. Όμως θέλω να τονίσω πως σε στιγμές πλήρους κατάφασης στο γεγονός της Ζωής, όταν το βιωμένο αίσθημα πληρότητας ζωής αγγίζει ή και ξεπερνά τα όρια της γλώσσας, τότε η Τέχνη καταφεύγει σε «αντινομικές» εκφράσεις, παίρνοντας υλικό από τα «λεξικά» - καθώς φαίνεται δεν έχει παύσει να μιλά ο Θάνατος - του θανάτου για να αλληγορίσει τις εμπειρίες της. Ο Ήλιος γίνεται μαύρος ή καλβικά - και για μένα άκρως (ενσυνείδητα ή ασυνείδητα του Κάλβου) αποκαλυπτικά και υποστηρικτικά της θέσης μου για το Ενιαίο της Ζωής - αρδεύει «και με Φως και με θάνατον ακαταπαύστως», το Φως αγγελικό και μαύρο κλπ.
Από την άλλη πλευρά ιδού το μείγμα, η κράσις, το συναμφότερον των δύο πραγματικοτήτων από την πλευρά, τώρα, της ζωής. Καταφεύγει εν ριπή οφθαλμού στα «λεξικά» του θανάτου για να δηλώσει κάθε αλλοίωση, μετατροπή, εξαφάνιση, μετεξέλιξη, αλλαγή, που συμβαίνουν εντός και μόνον στους κόλπους της και κατ’ ουσίαν δεν αποτελούν άλλο από μορφικές τροποποιήσεις του υπάρχοντος. Έτσι το κοινωνικό σύστημα «σαπίζει», οι…αλλοιώσεις των μουσικών φθόγγων βαφτίζονται «φθορές», «αναιρέσεις», «υφέσεις» κ.λ.π κ.λ.π.
Αντίδοση των ιδιωμάτων τους για να περιγράψουν αμφότερα. Η ζωή το θάνατο (π.χ Νύχτα, τεφροδόχη, ασφοδίλια κ.λ.π) και ο θάνατος τη ζωή και την έκπτωσή της (κόκαλα, σκόνη, φθορά, αποσύνθεση, κ.λ.π, ουσιαστικά και πάλι στοιχεία Της), γεγονός που δείχνει το ΚΟΙΝΟΝ αμφοτέρων, πως συνιστούν περιεχόμενα του ΟΛΟΥ που τα υπερβαίνει.
Θάνατος.
Ευγενές μέταλλο που φανερώνει τις αληθινές διαστάσεις των πραγμάτων. Η κατάσταση που μάς ενώνει. Ωραιότης του πτώματος του Amadeus στον κοινό και αφανή του τάφο. Εξασφαλιστής πορείας. Φιληματική αδιαφορία ΤΩΡΑ για όλα όσα είπα παραπάνω.
Ώστε απροϋπόθετα να συναντήσω αύριο. Έτσι, εκμαυλιστής έκπληξης, κλητικού κενού πρός πλήρωση μεθυστική και διεσταλμένη. Σχήματι αποχαιρετισμός, πράγματι εναγκαλισμός. Άλλο δεν είδα από πανηγύρι και μεθυστική γιορτή σ’αυτόν τον κόσμο !
…Κάποτε κατοικεί υποχθόνια στις κοιμισμένες φλέβες
θέλοντας στη λαιμητόμο τς μοιράμενης ώρας
να θωπεύσει τη χλόη σου
στα ηφαιστειογενή πετρώματα τού χρόνου…
Σιγή.
Ζέφυροι οικείοι δανείζουν τον ασπασμό τους.
Της απουσίας ή αφόρητη ευφορία.
Στους αφρούς το πρόσωπό σου περιτεμνόμενο !
κρατώντας μέ τη μύτη της λόγχης
τις οριζόντιες ώρες.
Ποιός λάμπει πίσω από το πελιδνό της παρειάς σου ;1
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ